ἀποθεόω

Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A deify, Pteb.5.78 (ii B.C.), Plb.12.23.4, Plu.Num.6, etc.:—Pass., Γανυμήδης . . ἀποθεούμενος Nicol.Com.1.35; μετὰ τὸ ἀποθεωθῆναι CIG2831.7 (Aphrodisias); cf. -θειόω.    2 in magic, drown a sacred animal and thus liberate its divine element, PMag.Berol.1.5, PMag.Lond. 121.629 (Pass.); ἀ. ἱέρακα ἐν ὕδατι Afric. ap. Sch.Tz.H.9.161.

German (Pape)

[Seite 302] vergöttern, Nicol. com. Stob. Floril. 14, 7; Pol. 12, 23 Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθεόω: κάμνω τινὰ θεόν, θεοποιῶ, Πολύβ. 12. 53, 4, Πλούτ., κλ.: ― Παθ., Γανυμήδης… ἀποθεούμενος Νικόλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 35· μετὰ τὸ ἀποθεωθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2831. 7. ― Ἐπικ. ἀποθειωθεὶς Ἀνθ. Π. 12. 177. 2) παρὰ Γραμμ. κατ’ εὐφημ. ἐκποδὼν ποιοῦμαί τινα, «ξεπαστρεύω» καὶ κυρίως διὰ πνιγμοῦ.

French (Bailly abrégé)

-εῶ;
diviniser.
Étymologie: ἀπό, θεός.