A carry stones, Th.6.98.
[Seite 46] Steine tragen, Thuc. 6, 98.
λῐθοφορέω: φέρω λίθους, «κουβαλῶ», Θουκ. 6. 98.
seul. prés.porter une pierre ou des pierres.Étymologie: λιθοφόρος.