διασπαράσσω

Revision as of 19:36, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

Att. διασπαράττω,

   A rend in pieces, A.Pers.195:—Pass., Eub. 15.3.    2 metaph., δ. τινὰ τῷ λόγῳ Luc.Icar.21.    II dilate forcibly, Sor.2.59.

German (Pape)

[Seite 603] zerreißen, zerfleischen; χεροῖν ἔντη δίφρου Aesch. Pers. 193; διεσπάρακται μέλη Eubul. Ath. XIV, 622 e; – Sp.; – übertr., Luc. Icarom. 21, λόγῳ τινά.

Greek (Liddell-Scott)

διασπᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, σχίζω εἰς τεμάχια, Αἰσχύλ. Πέρσ. 195· ἐν τῷ παθ., Εὔβουλ. Αὐγ. 1· ‒ δ. τινὰ τῷ λόγῳ Λουκ. Ἰκαρομ. 21.

French (Bailly abrégé)

f. διασπαράξω, etc.
mettre en pièces, déchirer ; fig. déchirer en paroles.
Étymologie: διά, σπαράσσω.