διασπαράσσω

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασπᾰράσσω Medium diacritics: διασπαράσσω Low diacritics: διασπαράσσω Capitals: ΔΙΑΣΠΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: diasparássō Transliteration B: diasparassō Transliteration C: diasparasso Beta Code: diaspara/ssw

English (LSJ)

Att. διασπαράττω,
A rend in pieces, A.Pers.195:—Pass., Eub. 15.3.
2 metaph., δ. τινὰ τῷ λόγῳ Luc.Icar.21.
II dilate forcibly, Sor.2.59.

Spanish (DGE)

(διασπᾰράσσω) • Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [pas. aor. ind. διεσπαράσθη anón. mit. en PMich.Renner 1.2.5, part. διασπαραγείς Basil.Hex.8.3 (p.444)]
1 c. ac. de cosa romper, destrozar χεροῖν ἔντη δίφρου διασπαράσσει con las manos rompe los arneses del carro A.Pers.195
desgarrar, rasgar ἔχιδνα ... τὰ σπλάγχνα σου διασπαράξει E.Fr.383.5, (τὸν χιτωνίσκον) I.AI 2.35, en v. pas. χλαμύδος ἥμισυ διεσπαραγμένης παλαιᾶς Com.Adesp.1084.25
en v. med.-pas. desgarrarse, romperse χοιράδι πέτρᾳ ... ἐνσχεθὲν διεσπάρακται se enganchó en un escollo y se ha roto (la red), Hld.5.18.4.
2 medic. dilatar a la fuerza τὴν μήτραν Sor.136.11.
3 c. ac. de pers. o anim. despedazar, descuartizar c. resultado de muerte:
a) c. suj. de anim. ἐπηνέχθησαν αὐτῇ καὶ ... πᾶσαν διεσπάραξαν (αἱ κύνες) Parth.10.3, la hembra del cocodrilo a sus crías, Plu.2.982d, οἱ δὲ λύκοι ... αὐτούς (τοὺς κύνας) Vit.Aesop.G 97, οἱ λύκοι τὰ ἀρνία 2Ep.Clem.5.3, ὁ κύων ... τὴν ἀλώπεκα δραξάμενος διεσπάραξεν αὐτήν Aesop.268, οὐ μόνον τὰς σάρκας διασπαράττει ἀλλὰ καὶ τὰ ὀστᾶ ἐνίοτε κατάγνυσιν Aët.13.3, en v. pas. τοῖσδε ... διεσπάρακται θερμὰ χηνίσκων μέλη Eub.14.3, διασπαραγὲν (τὸ θήραμα) τροφὴν τῷ ἑλόντι γενέσθαι Basil.l.c., Ἀκταίων ... ὑπὸ τῶν ἑ[α] υτ[οῦ] κυνῶν anón.mit.l.c., ὑφ' ὧν (λεόντων) διασπαραχθεὶς τὸν βίον ἐξέλιπεν Plu.Fluu.25.4, Διόνυσος Iust.Phil.1Apol.21.2, s. cont., A.Fr.451s.10.1, E. (?) en POxy.2078.1.18;
b) c. suj. de pers. τὸν καθηγητὴν ... διασπαράττειν πρώην τῶν στρατιωτῶν ὡρμημένων Them.Or.7.99d, ἀλλήλους διασπαράξαι βουλόμενοι T.Sal.D.4.1, en v. pas. ὑπὸ τῶν Γαλατῶν Memn.8.8, ψυχρὸν διεσπάρασσε πτῶμα ὄνυξι γύψ SHell.996.7
fig. διασπαράττοντές με τῷ λόγῳ καὶ πάντα τρόπον ὑβρίζοντες Luc.Icar.21, διὰ συκοφαντίας τὸν λόγον Gr.Nyss.Eun.1.467
abs. desgarrar el corazón Luc.Tyr.20.

German (Pape)

[Seite 603] zerreißen, zerfleischen; χεροῖν ἔντη δίφρου Aesch. Pers. 193; διεσπάρακται μέλη Eubul. Ath. XIV, 622 e; – Sp.; – übertr., Luc. Icarom. 21, λόγῳ τινά.

French (Bailly abrégé)

f. διασπαράξω, etc.
mettre en pièces, déchirer ; fig. déchirer en paroles.
Étymologie: διά, σπαράσσω.

Russian (Dvoretsky)

διασπᾰράσσω: атт. διασπᾰράττω
1 разрывать на части (χεροῖν τι Aesch.; ὑπὸ λεόντων διασπαραχθείς Plut.);
2 перен. растерзывать, мучить (τινὰ τῷ λόγῳ Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

διασπᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, σχίζω εἰς τεμάχια, Αἰσχύλ. Πέρσ. 195· ἐν τῷ παθ., Εὔβουλ. Αὐγ. 1· ‒ δ. τινὰ τῷ λόγῳ Λουκ. Ἰκαρομ. 21.

Greek Monolingual

και διασπαράττω (AM διασπαράσσω και διασπαράττω)
κατατεμαχίζω, κατακρεουργώ.

Greek Monotonic

διασπᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, σχίζω σε τεμάχια ή κομματιάζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ, πετσοκόβω, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. ξω
to rend in sunder or in pieces, Aesch.