ἀπανθρακόω

Revision as of 19:36, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A burn to a cinder, ἀπηνθράκωσεν Luc.DMort.20.4:—Pass., Id.DMar.11.1, Peregr.1.

German (Pape)

[Seite 278] ganz zu Kohlen verbrennen, Luc. Peregr. 1 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπανθρακόω: καίω τι ἕως οὗ μεταβληθῇ εἰς ἄνθρακα, ἀπηνθράκωσεν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 4: - Παθ,. ὁ αὐτ. Ἐνάλ. Διάλ. 11. 1 Περεγρ. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
réduire en charbon.
Étymologie: ἀπό, ἀνθρακόω.