δορυάλωτος
English (LSJ)
A v. δοριάλωτος.
German (Pape)
[Seite 659] = δοριάλωτος; Xen. Cyr. 7, 5, 35 Hell. 5, 2, 5; Hdn. 2. 13, 9.
Greek (Liddell-Scott)
δορυάλωτος: ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ δοριάλωτος,
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
réc. c. δοριάλωτος.