κιθαραοιδός

Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ὁ, poet. uncontr. form of κιθαρῳδός: Sup. -ότατος Ar.V.1278, Eup.293:—late Boeot. κιθαραϝυδός IG7.3195.19 (Orchom.).

German (Pape)

[Seite 1437] ὁ, = κιθαρῳδός; Ar. Vesp. 1277 bildet den superl. κιθαραοιδότατος; s. auch Eupol. beim Schol. dazu.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθᾰραοιδός: ὁ, ποιητ. τύπος τοῦ κιθαρῳδός, ὅθεν ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 1318, τὸ ὑπερθ. κιθαραοιδότατος· οὕτως Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 9· ― ἔν τινι Βοιωτ. ἐπιγραφ. κιθαραϝυδός, Συλ. Ἐπιγ. 1583. 19.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
joueur de cithare, chanteur s’accompagnant à la cithare.
Étymologie: κιθάρα, ἀοιδός.