όν, poet. for ὀλοός (q. v.). ὄλοισος· ὁ ἀπολλύς, Hsch.
[Seite 325] poet. = ὀλοός, verderblich; ὀλοιῇσι φρεσί, Il. 1, 342 (Wolf ὀλοῇσι); γῆρας, H. h. Ven. 225.
ὀλοιός: -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ὀλοός, ὃ ἴδε, ἐν τέλ.
ή, όν :c. ὀλοός.