κινηθμός
English (LSJ)
ὁ,
A motion, Pi.P.4.208.
German (Pape)
[Seite 1440] ὁ, = κίνησις; πετρᾶν Pind. P. 4, 208.
Greek (Liddell-Scott)
κῑνηθμός: ὁ, = κίνησις, Πινδ. Π. 4. 370.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
mouvement.
Étymologie: κινέω.
ὁ,
A motion, Pi.P.4.208.
[Seite 1440] ὁ, = κίνησις; πετρᾶν Pind. P. 4, 208.
κῑνηθμός: ὁ, = κίνησις, Πινδ. Π. 4. 370.
οῦ (ὁ) :
mouvement.
Étymologie: κινέω.