ἡ, = foreg.,
A barley-scone, Ar.Eq.1105, 1166.
μαζίσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ μᾶζα, μικρὸν ζυμαρικὸν ἐκ κριθίνου ἀλεύρου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1105, 1166.
ης (ἡ) :galette d’orge.Étymologie: μᾶζα.