μαζίσκη

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαζίσκη Medium diacritics: μαζίσκη Low diacritics: μαζίσκη Capitals: ΜΑΖΙΣΚΗ
Transliteration A: mazískē Transliteration B: maziskē Transliteration C: maziski Beta Code: mazi/skh

English (LSJ)

ἡ, = μαζίον, barley-scone, Ar. Eq. 1105, 1166.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
galette d'orge.
Étymologie: μᾶζα.

German (Pape)

ἡ, dim. von μάζα, Ar. Eq. 1166.

Russian (Dvoretsky)

μαζίσκη:лепешка Arph.

Greek (Liddell-Scott)

μαζίσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ μᾶζα, μικρὸν ζυμαρικὸν ἐκ κριθίνου ἀλεύρου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1105, 1166.

Greek Monolingual

μαζίσκη, ἡ (ΑM) μᾱζα
μσν.
μικρή μάζα, μικρός σβώλος
αρχ.
μικρό ζυμαρικό από κριθαρένιο αλεύρι.

Greek Monotonic

μαζίσκη: ἡ, υποκορ. του μᾶζα, γλύκισμα από κριθάρι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μαζίσκη, ἡ, [Dim. of μᾶζα,]
a barley-scone, Ar.