ἐγκαινίζω
English (LSJ)
A restore, τεῖχος LXX Is.16.11; βασιλείαν 1 Ki.11.14; make afresh ὁδόν Ep.Hebr.10.20; consecrate, inaugurate, οἶκον Κυρίου LXX 3 Ki.8.63:—Pass., Ep.Hebr.9.18, IG12(5).712.58 (Syros); χύτρα -ισμένα Archig. ap. Orib. 8.46.4. II innovate, prob. in PPar.16.24 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 704] erneuern, einweihen, LXX., N. T.; ἄγαλμα ἐγκαινίσαι τῷ θεῷ Poll. 1, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαινίζω: ἀνανεώνω, Εὐστ. Πονημάτ. 277. 84. ΙΙ. ἀφιερώνω, καθιερώνω, Ἑβδ. (Βασιλ. Α, ια΄, 14, κ. ἀλλ.). - Παθ., Ἐπιστ. π. Ἑβρ. θ΄, 18· προσέτι ἐγκαινιάζομαι Συλλ. Ἐπιγρ. 8660.
French (Bailly abrégé)
1 faire nouvellement;
2 restaurer;
3 renouveler ; consacrer, inaugurer.
Étymologie: ἐν, καινός.