ἐγκαινίζω
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
A restore, τεῖχος LXX Is.16.11; βασιλείαν 1 Ki.11.14; make afresh ὁδόν Ep.Hebr.10.20; consecrate, inaugurate, οἶκον Κυρίου LXX 3 Ki.8.63:—Pass., Ep.Hebr.9.18, IG12(5).712.58 (Syros); χύτρα ἐγκαινισμένα Archig. ap. Orib. 8.46.4.
II innovate, prob. in PPar.16.24 (ii B.C.).
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. 3a sg. ἐγκαινιεῖ LXX De.20.5, ἐγκαινίσει Chrys.M.55.586]
I 1renovar καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου LXX Ps.50.12
•reinstaurar βασιλείαν LXX 1Re.11.14
•restaurar τεῖχος LXX Is.16.11.
2 inaugurar, estrenar τίς ὁ ἄνθρωπος ὁ οἰκοδομήσας οἰκίαν καινὴν καὶ οὐκ ἐνεκαίνισεν αὐτήν; LXX De.20.5, en v. pas. χύτρα ἐγκεκαινισμένη Androm. en Gal.13.22, Archig. en Orib.8.46.16
•fig. establecer, abrir (εἴσοδος) ἣν ἐνεκαίνισεν ἡμῖν (ὁ Ἰησοῦς) Ep.Hebr.10.20, cf. 9.18, Cyr.Al.Pulch.40.
II en relig. jud.- crist.
1 dedicar, renovar, consagrar cultos, objetos o construcciones καθαρίσαι τὰ ἅγια καὶ ἐγκαινίσαι LXX 1Ma.4.36, fig. ἐγκαινίσας αὐτῷ οἶκον ἐν ἑαυτῷ Origenes Or.24.4, en v. pas. ἐγκενήσθη (sic) τὸ σεπτὸν εὐκτήριον τοῦ ... μάρτυρος Οὐάρου IGChOcc.403 (Campania, biz.), cf. IG 12(5).712.58.1 (Siros, crist.), fig. σταυρέ, ὁ ἐν τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ ἐγκαινισθείς A.Pass.Andr.10, οὐ γὰρ ἔστιν ἄλλως ἐγκαινισθῆναι τὸν οἶκον ἡμῶν (e.e. τὴν ψυχήν) Gr.Nyss.Pss.88.12.
2 [[celebrar los ἐγκαίνια o fiestas de la Renovación]] del Templo entre los judíos ἐν τοσαύταις δὲ (ἡμέραις) ὁ ναὸς ἐγκαινιζόμενος Gr.Naz.M.36.433C
•entre los cristianos, de la Resurrección ἐγκαινίζων τὴν ἐμαυτοῦ σωτηρίαν Gr.Naz.M.36.612B, ἐγκαίνισον τὴν ἀνάστασιν Gr.Naz.M.36.657A.
3 en v. med. renovarse ἐγκαινίζεσθε πρός με, νῆσοι LXX Is.45.16, ἐγκαινίζεσθε, καὶ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον ἀπορρίψαντες, ἐν καινότητι ζωῆς πολιτεύεσθε Gr.Naz.M.36.613A, οὕτως ἐγκαινίζεται ἄνθρωπος Gr.Naz.M.36.616C.
German (Pape)
[Seite 704] erneuern, einweihen, LXX., N.T.; ἄγαλμα ἐγκαινίσαι τῷ θεῷ Poll. 1, 11.
French (Bailly abrégé)
1 faire nouvellement;
2 restaurer;
3 renouveler ; consacrer, inaugurer.
Étymologie: ἐν, καινός.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαινίζω:
1 заново прокладывать или открывать (ὁδόν NT);
2 впервые (заново) вводить, освящать (ἡ διαθήκη ἐγκεκαίνισται NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαινίζω: ἀνανεώνω, Εὐστ. Πονημάτ. 277. 84. ΙΙ. ἀφιερώνω, καθιερώνω, Ἑβδ. (Βασιλ. Α, ια΄, 14, κ. ἀλλ.). - Παθ., Ἐπιστ. π. Ἑβρ. θ΄, 18· προσέτι ἐγκαινιάζομαι Συλλ. Ἐπιγρ. 8660.
English (Strong)
from ἐγκαίνια; to renew, i.e. inaugurate: consecrate, dedicate.
English (Thayer)
(ἐγκακέω) ἐγκάκω (see below); 1st aorist ἐνεκάκησα; (κακός); (properly, to behave badly in; hence) to be weary in anything, or to lose courage, flag, faint: adopted by L T Tr WH in place of R G ἐκκακέω (which see) in T WH write ἐνκακέω in WH in ἐν, III:3; (cf. Tdf.'s note on ἐκκακέω may have been a colloquial form. See the full exhibition of the usage of the manuscripts given by Dr. Gregory in his Proleg. to Tdf. edition 8, p. 78.) (Found a few times in Symm. (Theod.); Clement of Rome, 2 Corinthians 2,2 [ET]; in secular writings only in Polybius 4,19, 10 τό πέμπειν τάς βοηθείας ἐνεκακησαν they culpably neglected to send aid (add Philo de confus. lingg. § 13 (Mang. i., 412,36) οὐκ ἐκκακουμενος; ἐκναμφθην.)
Greek Monolingual
ἐγκαινίζω (AM)
1. καθιερώνω, εγκαθιδρύω
2. ανανεώνω, καινοτομώ
3. επιβάλλω ποινή·
Greek Monotonic
ἐγκαινίζω: μέλ. -σω, ανανεώνω, εγκαινιάζω — Παθ., σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. σω
to renovate, consecrate:—Pass., NTest.
Chinese
原文音譯:™gkain⋯zw 恩格-開你索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在內-新(化)
字義溯源:更新,開創,獻上,設立,立;源自(ἐγκαίνια)=革新);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(καινός)*=新)組成
出現次數:總共(2);來(2)
譯字彙編:
1) 他⋯開創(1) 來10:20;
2) 設立的(1) 來9:18