A = διοδεύω, τὰς δύο μοίρας [τῆς ὁδοῦ] Hdt.8.129, cf. J. Ap.2.16.
διοδοιπορέω: διοδεύω, τὰς δύο μοίρας [τῆς ὁδοῦ] Ἡρόδ. 8. 129.
-ῶ :pqp. épq. 3ᵉ pl. διωδοιπορήκεσαν;faire route à travers.Étymologie: διά, ὁδοιπορέω.