ατος, τό,
A word of ill omen, Plu.2.1065e.
[Seite 690] τό, Schmährede, Plut. adv. St. 14.
δυσφήμημα: τό, λέξις δυσοιώνιστος, βλασφημία, Πλούτ. 2. 1065Ε.
ατος (τό) :blasphème.Étymologie: δυσφημέω.