A break off in, ὀϊστοὺς τοῖς τραύμασι Plu.Crass.25.
[Seite 828] (s. θραύω), zerbrechen in, τραύμασι Plut. Crass. 25.
ἐναποθραύω: θραύω ἐντός, κυλινδουμένους περὶ τοῖς ὀϊστοῖς ἐναποθραύειν τοῖς τραύμασι Πλουτ. Κράσσ. 25.
briser dans, τινι.Étymologie: ἐν, ἀποθραύω.