ἀποτάδην

Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

[ᾰδ], Adv., (τείνω)

   A stretched at length, Luc.Zeux.4, Ael. NA4.21; ἀ. τρέχειν Poll.6.175.    2 diffusely, prolixly, Philostr. VS1Praef., cf. 1.15.4; ξυνέστειλε τοὺς χοροὺς ἀ. ὄντας Id.VA6.11; ἀ. φθεγγόμενον [φθέγμα κηρύκων] Poll.4.94; also with κατά, τῶν κατὰ ἀ. λόγων ἀκήκοας Herm.in Phdr.p.184A.

German (Pape)

[Seite 329] ausgedehnt, Luc. Zeux. 4; Ael. H. A. 4, 21; weitläufig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτάδην: [ᾰ], (τείνω), ἐπιρρ., ἐκτεταμένως, κατ’ ἔκτασιν, ἐκτάδην, κατὰ μῆκος, Λουκ. Ζεῦξ. 4, Αἰλ. περὶ Ζ. 4. 21· ἀπ. τρέχειν Πολυδ. Ϛ΄, 175. 2) σχοινοτενῶς, μακροεπῶς, Φιλοστρ. 481, 500· ἀποτάδην φθεγγόμενον φθέγμα κηρύκων Πολυδ. Δ΄, 94.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec tension, avec force.
Étymologie: ἀποτείνω, -δην.