καμμίξας

Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Greek (Liddell-Scott)

καμμίξας: Ἐπικ. ἀντὶ καταμίξας, μετοχ. ἀορ. α΄ τοῦ καταμίγνυμι, διάφ. γραφ. ἀντὶ κ’ ἀμμίξας, δηλ. κε ἀναμίξας Ἰλ. Ω. 529.

French (Bailly abrégé)

part. ao. poét. de καταμίγνυμι ou de καταμίσγω.