καμμίξας
From LSJ
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
French (Bailly abrégé)
part. ao. poét. de καταμίγνυμι ou de καταμίσγω.
Greek (Liddell-Scott)
καμμίξας: Ἐπικ. ἀντὶ καταμίξας, μετοχ. ἀορ. α΄ τοῦ καταμίγνυμι, διάφ. γραφ. ἀντὶ κ’ ἀμμίξας, δηλ. κε ἀναμίξας Ἰλ. Ω. 529.
Greek Monotonic
καμμίξας: Επικ. αντί καταμίξας, μτχ. αορ. αʹ του καταμίγνυμι.