συμφοιτάω

Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

Ion. συμφοιτ-έω,

   A go regularly to a place together, Hdt.2.60, 4.180; esp., go to school together, Ar.Eq.988 (lyr.), Pl.Euthd.272d, D.39.24, Gal.6.756; τινι with one, Luc.Ind.3; παρά τινα Pl.Euthd. 304b, etc.; εἰς ταὐτὸ διδασκαλεῖόν τινι X.Smp.4.23; εἰς Ἀσκληπιοῦ Aristid. Or.23(42).16. (Cf. φοιτάω 1.5, φοιτητής.)

German (Pape)

[Seite 992] mit, zugleich, zusammen häufig oder gewöhnlich wohin gehen; Ar. Equ. 983; παρά τινα, Plat. Euthyd. 304 b; Dem. 39, 24 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμφοιτάω: Ἰων. -έω, φοιτῶ, συχνάζω ὁμοῦ εἴς τινα τόπον, Ἡρόδ. 2. 60., 4. 180· κυρίως φοιτῶ εἰς σχολεῖον ὁμοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 988, Πλάτ. Εὐθύδ. 272D, Δημ., κλπ.· τινί, μετά τινος, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 3· παρά τινα Πλάτ. Εὐθύδ. 304Β, κτλ.· εἰς ταὐτὰ διδασκαλεῖα ἐκείνῳ Ξεν. Συμπ. 4. 23· εἴς τινος Ἀριστείδ. 1. 520. Πρβλ. φοιτάω 1. 5, φοιτητής.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fréquenter ensemble une école : τινι aller à l’école avec qqn, être camarade d’école.
Étymologie: σύν, φοιτάω.