εὐφόρητος

Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ον,

   A endurable, τινι A.Ch.353 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐφόρητος: -ον, εὐκόλως φερόμενος. ὑποφερτός, τινι Αἰσχύλ. Χο. 353, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. σ. 388Β, Θεόδ. Στουδ. σ. 182Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à supporter.
Étymologie: εὖ, φορέω.