ον,
A endurable, τινι A.Ch.353 (lyr.).
εὐφόρητος: -ον, εὐκόλως φερόμενος. ὑποφερτός, τινι Αἰσχύλ. Χο. 353, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. σ. 388Β, Θεόδ. Στουδ. σ. 182Β.
ος, ον :facile à supporter.Étymologie: εὖ, φορέω.