Adv. Sup. of μακρός,
A farthest off, Crates Ep.11, Longus 3.17.
μακροτάτω: Ἐπίρρ. ὑπερθετ. τοῦ μακρός, εἰς μεγίστην ἀπόστασιν, ὅσον τὸ δυνατὸν μακράν, Λόγγος 3. 17.
v. μακρῶς.