μακροτάτω
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
Adv. Sup. of μακρός, farthest off, Crates Ep.11, Longus 3.17.
French (Bailly abrégé)
v. μακρῶς.
German (Pape)
am weitesten, fernsten, Sp.
Russian (Dvoretsky)
μακροτάτω: superl. к μακρῶ.
Greek (Liddell-Scott)
μακροτάτω: Ἐπίρρ. ὑπερθετ. τοῦ μακρός, εἰς μεγίστην ἀπόστασιν, ὅσον τὸ δυνατὸν μακράν, Λόγγος 3. 17.
Greek Monolingual
μακροτάτω (Α)
επίρρ. πάρα πολύ μακριά, σε πολύ μεγάλη απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότατος, υπερθ. του μακρός.