καταζώννυμι

Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A gird fast:—Med., gird for oneself, δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο E.Ba.698; ἐν ἱματίοις κ. τοὺς Χιτωνίσκους Plu.Pyrrh.27:— Pass., Χιτῶνας μίτραις κατεζωσμένοι D.H.2.70.

German (Pape)

[Seite 1348] (s. ζώννυμι), nur med., sich umgürten; δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Eur. Bacch. 697; Plut. Pyrrh. 27; χιτῶνας χαλκέαις μίτραις κατεζωσμένοι D. Hal. 2, 70.

Greek (Liddell-Scott)

καταζώννῡμι: καὶ -νύω: μέλλ.-ζώσω:― ζωννύω στερεῶς· Μέσ., ζωννύω δι’ ἐμαυτόν, δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Εὐρ. Βάκχ. 698· ἐν ἱματίοις κ. τοὺς χιτωνίσκους Πλουτ. Πύρρ. 27.― Παθ., χιτῶνας μίτραις κατεζωσμένοι Διον. Ἁλ. 2. 70.

French (Bailly abrégé)

ceindre, entourer.
Étymologie: κατά, ζώννυμι.