ἀποσταδόν

Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

Adv., (ἀφίσταμαι)

   A from afar, Il.15.556.    II ἀπόσταδον· δίκτυον μεμολυβδωμένον καὶ καλάμῳ περιεννημένον, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστᾰδόν: ἐπίρρ. (ἀφίστημι) ἐκ διαστήματος, ἐξ ἀποστάσεως, Ἰλ. Ο. 556· προσέτι, ἀποσταδά Ὀδ. Ζ. 143.

French (Bailly abrégé)

c. ἀποσταδά.
Étymologie: ἀφίστημι.