ἀφίστημι

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφίστημι Medium diacritics: ἀφίστημι Low diacritics: αφίστημι Capitals: ΑΦΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: aphístēmi Transliteration B: aphistēmi Transliteration C: afistimi Beta Code: a)fi/sthmi

English (LSJ)

A causal in pres. and impf., in fut. ἀποστήσω, and aor. I ἀπέστησα, as also in aor. I Med. (v. infr.):—put away, remove, keep out of the way, τὸ ἀσθενέστατον τοῦ στρατεύματος X.HG7.5.23; ἄχος A.Ch.416 (lyr.); of diseases, Dsc.2.96, Gal.13.846; τὰ συγκείμενα ἀ. ἀπ' ἀλλήλων Pl.Plt.282b; ἀφίστημι τῆς ἐλάας τὸν φλοιόν Thphr.CP3.3.2; ἀφίστημι τινὰ λόγου hinder from . ., E.IT912; ἀφίστημι τὰς τῶν πολεμίων ἐπιβουλάς frustrate them, Th.1.93; ἀφίστημι τὸν ἄρχοντα depose him, X.HG7.1.45:—aor. Med., Ἀργείων δόρυ πυλῶν ἀπεστήσασθε removed it from your own gates, E.ph.1087:—in Hdt.9.23 ἀποστήσαντες, = ἀποστάντες, having retired.
2 cause to revolt, of allies, Id.8.19, Ar.Eq.238, Th.1.81; τινὰ ἀπό τινος Hdt.1.76,154, etc.; τινά τινος And.3.22.
3 in geom. constructions, cut off, Procl.Hyp. 6.7.
II weigh out, X.Smp.2.20; ἀποστησάτωσαν τὰ χρυσία IG7.303.19 (Oropus); pay, δραχμὰς ή ἀργυρίου UPZ93.2 (ii B.C.): also in aor. I Med., μὴ . . ἀποστήσωνται Ἀχαιοὶ χρεῖος lest they weigh out (i.e. pay in full) the debt, Il.13.745, cf. IG12.91.20, al.:—in strict sense of Med., ἀποστήσασθαι τὸν χαλκόν to have the brass weighed out to one, D.49.52.—Hom. has it trans. only in l.c.
III Med., give a final decision (or break up, dismiss the assembly), ῥήτρα ap.Plu. Lyc.6.
B intr., in Pass., as also in aor. 2 ἀπέστην, imper. ἀπόστηθι Ar. Th.627, ἀπόστα Men.375: pf. ἀφέστηκα in pres. sense, sync. in plural ἀφέστᾰμεν, ἀφέστᾰτε, ἀφεστᾶσι, as in inf. ἀφεστάναι, part. ἀφεστώς, ἀφεστῶσα, ἀφεστός or ἀφεστώς: plpf. ἀφεστήκειν, Att. ἀφεστήκη Pl.Tht.208e: fut. Med. ἀποστήσομαι E.Hec.1054, Th.5.64, etc. (while aor. I Med. is causal (v. supr.)): for fut. ἀφεστήξω v. h. v.:—stand away from or stand aloof from, keep far from, ὅσσον δὲ τροχοῦ ἵππος ἀφίσταται Il.23.517; οὐ μέν κ' ἄλλη γ' ὧδε γυνὴ . . ἀνδρὸς ἀφεσταίη Od.23.101; ἀποστᾶσ' ἐκποδών E.Hel.1023; ἐς ἄλλο σχῆμ' ἀ. βίου Id.Med.1039; ἀποσταθῶμεν πράγματος τελουμένου A.Ch.872; ὡς γραφεὺς (or βραβεὺς) ἀποσταθείς E.Hec.807; μακρὰν τόποις καὶ χρόνοις ἀ. D.S.13.22: hence in various relations, ἀφεστάναι φρενῶν = lose one's wits, S.Ph.865; φύσεος Ar.V.1457 (lyr.); οὐδενὸς ἀποστήσονται ὅσα ἂν δίκαια λέγητε depart from, object to right proposals, Th.4.118; ἀφίστημι φόνου E.Or.1544; ἀφίσταμαι ἀρχῆς to be deposed from office, Pl.Lg.928d; simply, resign, SIG527.105 (Crete, iii B. C.); ἀφίσταμαι τῶν πραγμάτων, ἀφίσταμαι τῆς πολιτείας, etc., withdraw from business, politics, have done with it, D.10.1, 18.308, etc.; ἀφίσταμαι ἔργων ἢ πόνων ἢ κινδύνων shun them, Isoc.4.83, cf.X.HG7.5.19, etc.; ὧν εἷλεν ἀποστάς giving up all claim to what he had won (at law), D.21.181; τῶν αὑτῆς Id.19.147, cf. 35.4; ἀφίστασθαι τῶν τοῦ ἀδελφοῦ ib.44; οὐδενὸς τῶν ἀνηκόντων τῇ πόλει Inscr.Magn.53.65; τὴν πολιτείαν . . τὴν ἀφεστηκυῖαν τοῦ μέσου πλεῖον = further removed from . ., Arist.Pol. 1296b8; ἀποστὰς τῶν πατρῴων Luc.DMort.12.3; ἀφίστημι ἐκ Σικελίας withdraw from Sicily, give up the expedition, Th.7.28; retire, ἐς Ἰθώμην Id.1.101: rarely c.acc., avoid, shrink from, τὸν ἥλιον X.Cyn. 3.3; τὸν πόλεμον Id.An.2.5.7; τινάς E.Fr.1006; πυγμήν Philostr. Gym.20 (prob. cj.).
2 in Prose, ἀφίσταμαι ἀπό τινος revolt from... Hdt. 1.95,130, etc.; τινός Id.2.113; οὐκ ἀποστήσομαι ἀπὸ τοῦ δήμου Ἀθηναίων IG12.39.21; but Ἀθηναίων τοῦ πλήθους ib.10.22; also ἀφίσταμαι εἴς or πρός τινας, Hdt.2.30,162, cf. X.An.1.6.7; ἐς δημοκρατίαν ἀφίσταμαι Th.8.90: abs., revolt, Hdt.1.102, etc.; ὑπό τινος at his instigation, Th.8.35 (ἀπό codd.).
3 ἀφίστημι τινί make way for another, give way to him, E. Hec.1054, D.8.37.
4 c. gen., shrink from, τῶν κινδύνων Isoc.9.29: also c. inf., shrink from doing, ἀπέστην τοῦτ' ἐρωτῆσαι σαφῶς E. Hel.536.
5 abs., stand aloof, recoil from fear, horror, etc., τίπτε καταπτώσσοντες ἀφέστατε; Il.4.340; πολλὸν ἀφεσταότες 17.375; παλίνορσος ἀπέστη 3.33, Pi.O.1.52, P.4.145; ἐγὼ οὐδέν τι μᾶλλον ἀ. Pl.Tht.169b, cf. D.19.45, etc.; desist, μὴ νῦν -ώμεθα Pl.Lg.960e; δοῦλος ἀφεστώς = a runaway, Lys.23.7.
6 Medic., ἀφίσταται, = ἀπόστασις γίγνεται, εἰς ἄρθρα Hp.Aph.4.74; ἀφίστημι ὀστέον exfoliates, ib. 6.45; also ἀ. ἀπὸ τῶν ὀστῶν Pl.Ti.84a; τὸ δέρμα ἀ. X.Eq.1.5; also, project, stand out, ὦτα ἀφεστηκότα = prominent ears, protruding ears, bat ears PLond.3.1209.12 (i B. C.).
b to be separated by the formation of an abscess, Gal.11.116, al. (also in Act., τὸ πύον ἀφίστησι 7.715).

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. ἀπίστημι Hdt.1.95, etc.
• Morfología: [pres. ind. med. 3a plu., ἀπιστέαται Hdt.2.113, opt. ἀφισταίντ' Pi.P.4.145; aor. ind. 3a sg. ἀπέστασεν A.Ch.416, 3a plu. ἀφέστασαν Il.15.672, imper. ἀπόστα Men.Fr.158, 317, 3a plu. ἀποστησάτωσαν IG 7.303.19 (Oropo III a.C.), subj. ἀποστέωσι Hdt.3.15, inf. ἀποστᾶμεν IG 92(1).718.11 (Calio V a.C.); perf. ind. ἀφέστακα Il.4.340, ἀπέστηκα UPZ 93.2 (II a.C.), 3a du. ἀφέστατον Pl.Prm.161d, opt. 3a sg. ἀφεσταίη Od.23.101, part. nom. plu. ἀφεσταότες Il.17.375, inf. ἀφεστηκέναι Arist.Aud.801a39; plusperf. ἀφεστήκη Pl.Tht.208e, 3a sg. ἀπεστήκεε Hdt.5.37; fut. perf. ἀφεστήξω Pl.R.587b, X.An.2.4.5]
A I1estar aparte, mantenerse aparte, estar distante, mantenerse distante en perf. c. gen. οὐ μὲν κ' ἄλλη γ' ὧδε γυνὴ ... ἀνδρὸς ἀφεσταίη ninguna otra mujer permanecería así, apartada de su marido, Od.23.101, ἀληθοῦς ἡδονῆς καὶ οἰκείας ὁ τύραννος ἀφεστήξει Pl.R.587b, ἀφεστηκέναι ... τῆς ἀκοῆς Arist.Aud.801a39, μέγεθος καὶ σμικρότης ... ἀφέστατον Pl.Prm.161d
abs. τίπτε καταπτώσσοντες ἀφέστατε; ¿por qué os mantenéis aparte de la lucha? Il.4.340, Αἴαντος ψυχὴ ... νόσφιν ἀφεστήκει Od.11.544, πόλλον ἀφεσταότες Il.17.375
ὦτα ἀφεστηκότα = orejas separadas, orejas salientes, PLond.1209.12 (I a.C.)
πίεξις ... ὥστε τὰ ἐπικείμενα μὴ ἀφεστάναι la presión que sea de modo que las vendas no queden flojas Hp.Off.8
τί λέγω τὰ μακρὰν καὶ τόποις καὶ χρόνοις ἀφεστηκότα = ¿por qué voy a hablar de cosas tan distanciadas en lugar y tiempo? D.S.13.22
en mat. de dos elementos geométricos ὅσον γὰρ τὸ δοθὲν σημεῖον τῆς δοθείης εὐθείας ἀφέστηκεν Procl.in Euc.377.7
c. otros temas apartarse c. gen. o prep. y gen. κελεύω ... μηδ' ἀφεστάναι φρενῶν os ordeno que no os apartéis de lo razonable S.Ph.865, ποίων δ' ἂν ἔργων ἢ πόνων ἢ κινδύνων ἀπέστησαν Isoc.4.83, cf. 9.29, ἀ. τῶν πραγμάτων apartarse de los negocios D.10.1, τῆς πολιτείας D.18.308, cf. ICr.1.9.1.105 (Dreros III a.C.), ἀπὸ τῆς λειτουργίας LXX Nu.8.25, τῆς ... συνοδίας Eus.HE 4.11.1, τῆς ἐκκλησίας ἀποστῆναι hacer apostasía Philost.HE 2.1.
2 c. mov. hacia atrás alejarse, retirarse, echarse atrás abs. παλίνορσος ἀπέστη Il.3.33, ἀποσταθῶμεν πράγματος τελουμένου A.Ch.872, ὡς γραφεύς τ' ἀποσταθείς y situándote a distancia como un pintor E.Hec.807, ἀποστᾶσ' ἐκποδών E.Hel.1023, οὐδέν τι μᾶλλον ἀφίσταμαι Pl.Tht.169b
c. ac. direcc. ἐς ἄλλο σχῆμα ἀποστάντες βίου alejándoos hacia otro modo de vida e.d. muriendo E.Med.1039, εἰς ἐχυρὸν χωρίον ἀποσταίη X.An.2.5.7, ἐς Ἰθώμην ἀπέστησαν se retiraron al Itome Th.1.101, πρός τινα τόπον ἀποστάντες Plb.8.27.4
c. dat. ἀποστήσομαι ... Θρῃκί me alejaré del tracio E.Hec.1054
tb. dejar paso ἀφέστατε δῆλον ὅτι αὐτῷ es claro que le habéis cedido el paso D.8.37.
3 renunciar, abstenerse ἀποστῆναι χαλεπὸν φύσεος resulta difícil renunciar al carácter de siempre Ar.V.1457, φόνου E.Or.1544, cf. IT 912, οὐδενὸς ἀποστήσονται ὅσα ἂν δίκαια λέγητε no rechazarán ninguna propuesta que sea justa Th.4.118, cf. Plu.Lyc.6, ἀπόστηθι τῆς κατηγορίας Charito 5.7.7
esp. de bienes y derechos, etc. ἁπάντων ... τούτων ... ὧν εἷλεν ἀποστάς D.21.181, cf. 19.147, 35.44, ἀποστὰς τῶν πατρῴων X.Cyn.3.3
c. inf. abstenerse de ἐγὼ δ' ἀπέστην τοῦτ' ἐρωτῆσαι me abstuve de preguntar E.Hel.536, οὐκ ἀποστήσομαι δὲ εἰπεῖν D.Chr.38.8
c. part. cesar ἀποστήσονται ζητοῦντες τὴν ἀλήθειαν Clem.Al.Strom.7.16.93
abs. desistir, cesar, renunciar ἀφίσταμαι Pi.O.1.52, cf. P.4.145, μὴ τοίνυν ἀφιστώμεθα μηδενὶ τρόπῳ Pl.Lg.960e, οὐκ ἀποστησόμεθα PSarap.51.16 (II d.C.), ἀπέστησαν δ' οὐ y no cesaron de perseguirlo, Longus 2.17.3.
4 en cont. políticos y militares, c. gen. o ἀπό y gen. hacer defección, rebelarse ἀπ' αὐτῶν Μῆδοι ἤρξαντο ἀπίστασθαι Hdt.1.95, τῶν Ἀθηναίων Th.1.62, 75, ἀπὸ τὸ δε̄́μο τō Ἀθɛ̄ναίον IG 13.40.21 (V a.C.), cf. 13.14.23 (V a.C.), τῆς τῶν Μεσσηνίων συμμαχίας Plb.4.15.9, τῆς τῶν Ἀχαιῶν συμπολιτείας Plb.3.5.6, τῆς εὐνοίας τῆς ἐκείνων Plb.10.37.10, βασιλέως Charito 4.7.1
c. εἰς, πρός y ac. hacer defección pasándose a ἀπὸ τοῦ ψαμμετίχου ... ἐς Αἰθιοπίην Hdt.2.30, Ἀθηναίων πρὸς Χαλκιδέας Th.5.82, σφῶν ἐς δημοκρατίαν Th.8.90, ὑπὸ Τισσαφέρνους por instigación de Tisafernes Th.8.35
abs. rebelarse συμμάχων ἀπεστεώτων Hdt.1.102, οἱ ἀποστάντες los rebeldes, A.Al.(?) en POxy.2690.2.1 (III a.C.)
de esclavos huir, fugarse Hdt.2.113, δοῦλος ἀφεστώς Lys.23.7.
II medic.
1 retirarse de su lugar natural, salirse gener. para formar un absceso, de líquidos y humores orgánicos ἀφιστάμενον ἀπὸ τῶν ὀστῶν Pl.Ti.84a, ἀφίστασθαι εἰς ἄρθρα Hp.Aph.4.74
de la matriz ἀπὸ τῆς γαστρός Hp.Mul.2.128
de huesos, piel, etc. exfoliarse Hp.Aph.6.45, X.Eq.1.5.
2 hincharse τὰ ἀφιστάμενα las partes hinchadas Hp.Mul.1.98.
III c. part. aor. sigm. y numerales estar a una distancia, distar gener. c. ac. de extensión en el espacio ἀποστήσαντες ὧν ὅσον τε δύο στάδια Hdt.9.23, πεντήκοντα πόδας ἀφ' ἑκατέρων ἀποστήσαντες Plb.6.29.6, cf. 8.33.4.
B tr. en pres., fut. y aor. sigm.
I 1c. ac. y frec. c. gen. apartar, retirar, separar τὸ δὲ ἀσθενέστατον (τοῦ στρατεύματος) X.HG 7.5.23, Ἀργείων δόρυ πυλῶν ἀπεστήσασθε E.Ph.1087, τὰ συγκείμενα ἀπ' ἀλλήλων ἀφίστησι Pl.Plt.282b, τῆς ἐλάας ἀφιστὰς τὸν φλοιόν Thphr.CP 3.3.2, τῶν ὀφθαλμῶν τὰς χεῖρας Ach.Tat.3.18.4
geom. separar un cuadrante de circunferencia τεταρτημοριαῖαν ... περιφέρειαν Procl.Hyp.6.7
de pers. abandonar τούτους ἀφεστήκασιν ἡμέραν τρίτην E.Fr.1006.
2 fig. del dolor, enfermedades, etc. quitar, suprimir ἄχος A.Ch.416, οἱ ἀπόστασον χαλεπὰν νόσον quítale esa terrible enfermedad Call.Cer.103, λεπροὺς ὄνυχας Dsc.2.96, λεπίδας Gal.13.846
de conspiraciones frustrar ἀφιστάναι τὰς τῶν πολεμίων ἐπιβουλάς Th.1.93.
3 de pers. apartar, deponer del mando Λυσιμένην τὸν ... ἄρχοντα ἀποστήσας X.HG 7.1.45
en v. pas. ser depuesto τῆς ἀρχῆς τῶν νομοφυλάκων ἀφιστάσθω Pl.Lg.928d
hacer que se separe, incitar a la defección c. ac. de pers. o asimilado τῶν βασιλέος συμμάχων ἀποστήσειν τοὺς ἀρίστους Hdt.8.19, οὐ Χαλκιδέας ἀφίστατον Ar.Eq.238, τοὺς συμμάχους Th.1.81, Κορινθίους ἀποστήσαντες αὐτῶν And.3.22, ἐπειρᾶτό σφεας ἀπὸ Κροίσου ἀφιστάναι Hdt.1.76, τοὺς Λύδους Hdt.1.154, ἀπέστησεν λαὸν ὀπίσω αὐτοῦ rebeló al pueblo para que le siguiera, Act.Ap.5.37.
II 1pesar para valorar εἰ τοῖς ἀγορανόμοις ἀφισταίης ... ἀζήμιος ἂν γενέσθαι X.Smp.2.20, τὰ χρυσία ... οὕτως ἀποστησάτωσαν IG 7.303.19 (Oropo III a.C.), ἀφίστησιν· σταθμῷ παραδίδωσιν Hsch.
en v. med. hacer pesar τὸν ... ἀποστησάμενον τὸν χαλκόν D.49.52.
2 pagar ἀπέστηκα δραχμὰς η' ἀργυρίου UPZ l.c.
en v. med. hacer pagar δείδω μὴ ἀποστήσωνται Ἀχαιοὶ χρεῖος temo que los aqueos nos hagan pagar la deuda, Il.13.745, cf. IG 13.52A.20 (V a.C.).

German (Pape)

[Seite 412] (s. ἵστημι), von ἀφιστάω part. ἀφιστῶν, τινά τινος Ath. I, 9 o; opt. ἀφιστῴης Xen. Symp. 2, 20; 1) beiseit stellen, entfernen, τινά τινος, von Jemandem, Plat. Epinom. 975 a; ἄρχοντα, ihn abtreten lassen, absetzen, Xen. Hell. 7, 1, 45; τὰ συγκείμενα ἀπ' ἀλλήλων, trennen, Plat. Polit. 282 b; weitweg aufstellen, τὸ ἀσθενέστατον πόῤῥω ἀπέστησεν Xen. Hell. 7, 5, 23; am gewöhnlichsten von Jemandem abtrünnig machen, entfremden, τινὰ ἀπό τινος Her. 1, 76. 4, 160, u. so Folgde; τινός, αὐτοῦ τὸ μειράκιον ἀπέστησα Lys. 3, 22; Xen. Hell. 3, 5, 6; τῆς ὁρμῆς, von dem Unternehmen abbringen, Pol. 5, 5; νόσον τινί Callim. Cer. 103; τὴν διάνοιαν τῶν ἐχομένων, ablenken, Isocr. 5, 8; abwenden, τὰς τῶν πολεμίων ἐπιβουλάς Thuc. 1, 93. Bei Her. 9, 23 ist ἀποστήσαντες intrans. gebraucht, sc. ἑαυτούς, sich zurückziehen; – aor. I. med., von sich abwenden, πῶς Ἀργείων δόρυ πυλῶν ἀπεστήσασθε Eur. Phoen. 1094. – 2) Med. nebst perf. u. aor. II. act., fut. auch ἀφεστήξω, Xen. An. 2, 4, 5; Plat. Rep. IX, 587 b; von Hom. an viel häufiger als das act.: a) abstehen, entfernt sein, πολλὸν ἀφεσταότες Il. 17, 375. Bei Plat. oft mit πόῤῥω und πόῤῥωθεν, τινός, von etwas; von innerem Unterschiede, z. B. βασιλεύς – τυράννου Rep. IX, 587 e. – b) sich entfernen, wegbegeben; von Personen, ἀπόστα βραχύ Men. B. A. 81; bes. abtrünnig werden, abfallen, Her. gew. ἀπό τινος, seltener τινός, 3, 15; πρός τινα, zu Jem., Her. 2, 162; πρὸς τοὺς πολεμίους Xen. Cyr. 3, 1, 12; εἰς τοὺς Μυσούς An. 1, 6, 7; οἱ Εἵλωτες εἰς Ἰθώμην ἀπέστησαν Thuc. 1, 101; ὅποι Xen. Hell. 3, 5, 10; – von Sachen: sie aufgeben, verlassen, μαστῶν καὶ τροφῆς Soph. El. 766; στέγης 900; κελεύω σιγᾶν μηδ' ἀφεστάναι φρενῶν, nicht von Sinnen zu kommen, aufzumerken, Phil. 853; ἡ εὔνοια ἀπέστη ἐκ φρενῶν Eur. Tr. 7; τῆς προικός, auf die Mitgift verzichten, Dem. 59, 53; τῶν ἐν ἠπείρῳ, sich derselben begeben, 7, 8; τῆς Σαρδόνος Pol. 1, 88; geradezu verlieren, καὶ τῶν ἀρχαίων Dem. 1, 15. 19143; τῆς ἐλπίδος, von der Hoffnung abstehen, sie aufgeben, 8, 15; τῆς ἐπιβολῆς 5, 46; τῆς ὁρμῆς Plat. Legg. III, 698 e, ablassen davon, wie ἀποσταίην ἂν ὧν προειλόμην Antiphan. Ath. VIII, 340 c; τοῦ ποιεῖν Pol. 1, 87; πόνων καὶ κινδύνων Isocr. 4, 83, sich den Gefahren u. Anstrengungen entziehen; vgl. Xen. Cyr. 5, 5, 18; ὧν ἡ πόλις προσέταξε Lys. 3, 22; μὴ ἀποστῇς τῶν λοιπῶν ἀλλ' ἐπιμείνῃς Isocr. 5, 24. Auch mit dem ace., πόλεμον εἰς ἐχυρὸν χωρίον Xen. An. 2, 5, 7, sich vor dem Kriege in eine Festung zurückziehen, wie ἀφίστανται ἥλιον ὑπὸ τὰς σκιάς Cyn. 3, 3; τῶν ἀναλωμάτων, vor den Ausgaben zurücktreten, Dem. 51, 7. – 3) abwägen (vgl. ἵστημι), Xen. Symp. 2, 20; med., sich ab- od. zuwägen lassen, τὸν χαλκὸν ἀποστησάμενος Dem. 49, 52; δείδω μὴ τὸ χθιζὸν ἀποστήσωνται Ἀχαιοὶ χρεῖος Iliad. 13, 745, Soholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι μεταφορικῶς χθιζὸν χοεῖος τῷ ἴσῳ σταθμῷ ἀποκαταστήσωσι, τουτέστι μὴ ὃ ἡμεῖς ἐλάβομεν χθὲς νικῶντες, σήμερον εἰσπράξωσιν.

French (Bailly abrégé)

I. tr. (aux temps suiv. : prés., impf. ἀφίστην, f. ἀποστήσω, ao. ἀπέστησα) placer hors de, d'où
1 éloigner, écarter, acc.;
2 séparer, détacher ; fig. détacher (d'une alliance, d'un parti), pousser à la défection, à la révolte;
3 écarter, éloigner ; faire disparaître : ἄχος ESCHL éloigner une douleur ; ἐπιβουλάς THC déjouer des complots ou des desseins hostiles;
II. intr. (aux temps suivants : ao.2 ἀπέστην ; pf. ἀφέστηκα, -ας, -ε, -αμεν, -ατε, -ᾶσι au sens d'un prés., inf. ἀφεστάναι, part. ἀφεστώς, -ῶσα, -ός ou -ώς ; pqp. ἀφεστήκη ou -κειν au sens d'un impf., 3ᵉ pl. ἀφέστασαν) être éloigné : δοῦλος ἀφεστώς LYS esclave fugitif ; fig.
1 être séparé ; être privé de : ἀφ. φρενῶν SOPH avoir perdu la raison;
2 être différent de : πόρρω ἀφέστηκε βασιλεὺς τυράννου PLAT un roi fort différent d'un tyran;
III. s'éloigner, se retirer (de crainte, d'horreur, etc.) ; fig.
1 s'abstenir de, renoncer à, gén.;
2 se dérober à, se soustraire à, gén.;
3 se détacher de, faire défection : ἀπό τινος, τινος se détacher du parti de qqn ; ἀφ. πρός ou εἴς τινα faire défection pour se rallier à qqn ; abs. faire défection, se révolter : ἀφ. ὑπό τινος THC faire défection à l'instigation de qqn;
Moy. ἀφίσταμαι (f. ἀποστήσομαι, ao. ἀπεστησάμην);
I. tr. (seul. ao.) se dégager de, s'acquitter de : χρεῖος IL d'une dette, càd rendre le mal pour le mal;
II. intr. 1 être éloigné ou distant de, gén.;
2 s'écarter de, s'éloigner de, quitter ; particul. faire défection : πρός τινα XÉN pour passer dans le parti d'un autre.
Étymologie: ἀπό, ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀφίστημι: ион. ἀπίστημι (в неперех. знач. aor. 2 ἀπέστην, pf.-praes. ἀφέστηκα, ppf. - impf. ἀφεστήκη и ἀφεστήκειν)
1 тж. med. отставлять в сторону, отводить, отстранять, удалять (ἄχος Aesch.; τινα Xen. и τινά τινος Plat.; med. Ἀργείων δόρυ πυλῶν Eur.): τὰ ξυγκείμενα ἀπ᾽ ἀλλήλων ἀ. Plat. разделять соединенное, разъединять;
2 отрывать, склонять к отпадению (τοὺς Ἴωνας ἀπὸ Κροίσου Her.; ξυμμάχους Thuc.; ἅπασαν Ἰωνίαν Plut.);
3 смещать, увольнять (ἄρχοντα Xen.; τινὰ τοῦ ἄρχειν Plut.);
4 тж. med. быть удаленным, находиться вдали (τινός Hom.); δοῦλος ἀφεστώς Lys. беглый раб; ἀ. φρενῶν Soph. быть не в своем уме; ἀποστάντες ἔβαλλον ἀκοντίοις Plut. они издали метали копья;
5 разниться, отличаться (τινος Dem.): πόρρω ἀφέστηκε βασιλεὺς τυράννου Plat. есть большая разница между царем и тиранном;
6 тж. med. уходить, отходить, удаляться (τίπτε καταπτώσσοντες ἀφέστατε; Hom.; med. ἐκ Σικελίας Thuc.): οὐδέν τι μᾶλλον ἀφίσταμαι Plat. я все же не уступаю; ἀπέστη εἰπών … Arst. уклонившись в сторону, он сказал, что …; ἀφίστασθαι τὸν ἥλιον ὑπὸ τὰς σκιάς Xen. уходить от солнца в тень;
7 уклоняться, воздерживаться, тж. отказываться (τινός Isocr., Polyb.): ἀπέστην τοῦτ᾽ ἐρωτῆσαι Eur. я не решаюсь спросить об этом; ἀ. τῆς ἐλπίδος Dem. оставлять надежду; ἀποστῆναι πολιορκίας Plut. снять осаду;
8 тж. med. отпадать, отделяться (τινός и ἀπό τινος Her.): ἀποστὰς ἐς Μυσούς Xen. отложившись и перейдя на сторону мисийцев; πρὸς πολεμίους ἀφιστάμενος Xen. перебежавший к врагам;
9 med. отставать, отделяться, отслаиваться (ἀπὸ τῶν ὀστῶν Plat.);
10 преимущ. med. снимать с себя, т. е. уплачивать (χρεῖος Hom.; τὸν χαλκόν Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφίστημι: Α. μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐν τῷ μέλλ. ἀποστήσω καὶ ἀορ. α΄ ἀπέστησα, ὡς καὶ ἐν τῷ μέσῳ ἀορ. α΄, ἴδε κατωτ. Ἀπομακρύνω, παραμερίζω, τινὰ Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 23· ἀπέστασεν ἄχος Αἰσχύλ. Χο. 416· ἀπ. ἀλλήλων Πλάτ. Πολιτικ. 282Β· κάμνω νὰ ἀποχωρισθῇ τῆς μὲν ἐλάας ἀφιστὰς τὸν φλοιὸν Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 3, 2· ἀφ. τινὰ λόγου, ἐμποδίζω τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ ὁμιλήσῃ, Εὐρ. Ι. Τ. 912· ἀφ. τὴν ἐπιβουλήν, ματαιῶ αὐτήν, Θουκ. 1. 93· ἀφ. τὸν ἄρχοντα, καθαιρῶ αὐτόν, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 45· οὕτω κατὰ μέσ. ἐνεστ., ἀποσύρομαι, αἱ δὲ σκολιὰν ὁ δᾶμος ἕλοιτο, τοὺς πρεσβυγενέας καὶ ἀρχαγέτας ἀποστατῆρας ἦμεν, «τοῦτ’ ἔστι μὴ κυροῦν, ἀλλ’ ἀφίστασθαι καὶ διαλύειν τὸν δῆμον» Πλουτ. Λυκοῦργ. 6· καὶ κατὰ μέσον ἀόριστον, Ἀργείων δόρυ πυλῶν ἀπεστήσασθε, «ἀπεδιώξατε» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 1087. Ἐν Ἡροδ. 9. 23 τὸ ἀποστήσαντες = ἀποστάντες, ἀποσυρθέντες 2) διεγείρω εἰς ἀποστασίαν, τινὰ Ἡρόδ. 8. 19, Ἀριστοφ. Ἱππ. 238, Θουκ. 1. 81· τινὰ ἀπὸ τινος Ἡρόδ. 1. 76, 154, κτλ.· τινά τινος Ἀνδοκ. 26. 16. ΙΙ. ζυγίζω, κἄν εἰ τοῖς ἀγορανόμοις ἀφιστῴης ὥσπερ ἄρτους κτλ., Ξεν. Συμπ. 2, 20· ἀποστησάτωσαν τὰ χρυσία Συλλ. Ἐπιγρ. 1570a. 19· ὡσαύτως κατὰ μέσον ἀόρ. α΄, δείδω μὴ τὸ χθιζὸν ἀποστήσωνται Ἀχαιοὶ χρεῖος, φοβοῦμαι «μήπως τὴν χθεσινὴν ἧτταν ἀποδώσωσιν ἡμῖν οἱ Ἕλληνες, ὥσπερ σταθμῷ δεδανεικότες» (Σχόλ.), Λατ. ne debitum nobis rependant, Ἰλ. Ν. 745, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 26. 20., 2360, 15: ― ἀλλ’ ὁ Δημ. ἐν 1199. 24 ἔχει τοῦτον τὸν χρόνον ἐν τῇ αὐστηρῶς μέσῃ αὐτοῦ σημασίᾳ, τὸν ὑποδεξάμενον καὶ ἀποστησάμενον τὸν χαλκόν· ὁ Ὅμ. ἐν τῷ μνημονευθέντι χωρίῳ ἔχει τὸ ῥῆμα μεταβατικῶς. ΙΙΙ. πρβλ. ἀποστατήρ. Β. ἀμετάβ. ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ὡς καὶ ἐν τῷ ἀορ. β΄ ἀπέστην, προστακτ. ἀπόστηθι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 627, ἀπόστα Μένανδ. ἐν «Παιδίῳ» 6· πρκμ. ἀφέστηκα μετὰ σημ. ἐνεστ., συγκεκομμ. ἐν τῷ πληθ. ἀφέστᾰμεν, ἀφέστᾰτε = στᾶσι, καὶ ἐν ἀπαρεμ. ἀφεστάναι, μετοχ. ἀφεστώς, -ῶσα, -ός, ἤ ώς· ὑπερσυντ. ἀφεστήκη ἤ -ειν, Πλάτ. Θεαίτ. 208Ε: μέσ. μέλλ. ἀποστήσομαι (Εὐρ. Ἑκ. 1054, Θουκ. 5. 64, κτλ.), ἐνῷ ὁ μέσ. ἀόρ. α΄ ἔχει δύναμιν μεταβατ. (ἴδε ἀνωτ.): περὶ τοῦ μέλλ. ἀφεστήξω, ἴδε ἐν λέξει. Ἵσταμαι μακρὰν ἤ ἐν ἀποστάσει ἀπὸ τινος, ἀπέχω ὅσσον δὲ τροχοῦ ἵππος ἀφίσταται Ἰλ. Ψ. 517· οὐ μέν κ’ ἄλλη ὦδε γυνὴ . . ἀνδρὸς ἀφεσταίη Ὀδ. Ψ. 101, 169· ἀποστᾶσ’ ἐκποδὼν Εὐρ. Ἑλ. 1023· μεταβαίνω, ἐς ἄλλο σχῆμ’ ἀποστάντες βίου ὁ αὐτ. Μήδ. 1039· ἀποσταθῶμεν πράγματος τελουμένου Αἰσχύλ. Χο. 872· ὡς γραφεὺς ἀποσταθεὶς Εὐρ. Ἑκ. 807· μακρὰν τόποις καὶ χρόνοις ἀφ. Διόδ. 13. 22· ― ἐντεῦθεν ἐπὶ διαφόρων σχέσεων, ἀφεστάναι φρενῶν, νὰ χάσῃ τις τὰς φρένας του, Σοφ. Φ. 865· φύσεως Ἀριστοφ. Σφ. 1457· ἀφ. τῶν δικαίων Θουκ. 4. 118· ἀφ. φόνου Εὐρ. Ὀρ. 1544· ἀφ. ἀρχῆς Πλάτ. Νόμ. 928D· ἀφ. πραγμάτων, τῆς πολιτείας κτλ., Δημ. 131. 8., 328. 5· ἀφ. κινδύνου, πόνων Ἰσοκρ. 57C, Ξεν. κτλ.· ὧν εἷλεν ἀποστάς, παραιτηθεὶς πάντων ὅσα (διὰ τοῦ νόμου) ἐκέρδησε, Δημ. 573. 4, πρβλ. 386· ἐν τέλει, 924. 22, κτλ.· ἀφίστασθαι τῶν ἀδελφοῦ ὁ αὐτ. 939. 7· τὴν πολιτείαν… τὴν ἀφεστηκυῖαν τοῦ μέσου πλεῖον Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 21· ἀποστὰς τῶν πατρίων Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 12. 3· ἀποστῆναι ἐκ Σικελίας, ἀποχωρῆσαι ἀπὸ τῆς Σικελίας, Θουκ. 7. 28· ― σπανίως μετ’ αἰτ. ὡς τὸ φεύγειν, Ξεν. Κυν. 3. 3. 2) ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἀποχωρίζομαι ἀπὸ τινος δι’ ἐπαναστάσεως, πρῶτοι ἀπ’ αὐτῶν Μῆδοι ἤρξαντο ἀπίστασθαι Ἡρόδ. 1. 95· ἀπέστησαν ἀπὸ τοῦ Δαρείου αὐτόθι 130, κτλ.· τινος ὁ αὐτ. 2. 113· ὡσαύτως ἀφ. πρὸς ἤ εἴς τινας ὁ αὐτ. 2. 30, 162, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 6, 7· ἐς δημοκρατίαν ἀπ. Θουκ. 8. 90· ἀπολ. ἐπανίσταμαι, ἀποστατῶ, Ἡρόδ. 1. 102, κτλ.· ὑπὸ τινος, κατὰ παρακίνησίν τινος, Θουκ. 8. 35. 3) ἀπομακρύνομαι καὶ ἐγκαταλείπω πρᾶγμά τι εἰς ἕτερον, ἀλλ’ εἰάκατε; ἀφέστατε… αὐτῷ Δημ. 99. 4· καὶ ἐντεῦθεν, ἀφ. τινι, μόνον, ἀπομακρύνομαι ἀπὸ τινος, ἀποφεύγω αὐτόν, Εὐρ. Ἑκ. 1054, Πλάτ. Νόμ. 960Ε: ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ἀποφεύγω τὸ νὰ πράξω τι, ἀπέστην τοῦτ’ ἐρωτῆσαι σαφῶς Εὐρ. Ἑλ. 536. 4) ἀπολ. ἵσταμαι μακράν, ὑποχωρῶ ἐκ φόβου, τρόμου, κτλ., τίπτε καταπτώσσοντες ἀφέστατε Ἰλ. Δ. 340· πολλὸν ἀφεσταότες Ρ. 375· πρβλ. Γ. 33, Πινδ. Ο. 1. 84, Π. 4. 259, Πλάτ. Θεαίτ. 169Β, Δημ. 355. 20, κτλ.· δοῦλος ἀφεστώς, δραπέτης, Λυσ. 167. 12. 5) ὡς ἰατρ. ὅρος, ἀφίσταται = ἀπόστασις γίγνεται, εἰς ἄρθρα Ἱππ. Ἀφ. 1252· ― ἀνάγκη ὀστέον ἀφίστασθαι, ἀπολεπιδοῦσθαι, αὐτόθι 1258· ὡσαύτως, ἀφ. ἀπὸ τῶν ὀστέων Πλάτ. Τίμ. 84Α, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 1. 5.

English (Autenrieth)

aor. 2 ἀπέστην, perf. ἀφέστατε, ἀφεστᾶσι, opt. ἀφεσταίη, part. ἀφεστᾶώς, plup. ἀφεστήκει, ἀφέστασαν, mid. aor. 1 subj. ἀποστήσωνται: of act. only intrans. forms occur, stand off or away (τινός); παλίνορσος, Il. 3.33; νόσφιν, Od. 11.544; mid., aor. 1, causative, get weighed out for oneself, ‘demand pay for,’ χρεῖος, Il. 13.745.

English (Strong)

from ἀπό and ἵστημι; to remove, i.e. (actively) instigate to revolt; usually (reflexively) to desist, desert, etc.: depart, draw (fall) away, refrain, withdraw self.

English (Thayer)

1st aorist ἀπέστησα; 2nd aorist ἀπέστην; middle, present ἀφισταμαι, imperative ἀφίστασο ( cf. Winer's Grammar, § 14,1e.); (imperfect ἀφισταμην); future ἀποστήσομαι;
1. transitively, in present, imperfect, future, 1st aorist active, to make stand off, cause to withdraw, to remove; tropically, to excite to revolt: ἀπέστησε λαόν ... ὀπίσω αὐτοῦ drew away after him; τινα ἀπό τίνος, Herodotus 1,76 down).
2. intransitively, in perfect, pluperfect, 2nd aorist active, to stand off, stand aloof, in various senses (as in Greek writings) according to the context: ἀπό with the genitive of person to go away, depart, from anyone, ἀποχωρεῖτε ἀπ' ἐμοῦ); to desert, withdraw from, one, to cease to vex one, to fall away, become faithless, ἀπό Θεοῦ, to shun, flee from, ἀπό τῆς ἀδικίας, to withdraw oneself from: absolutely, to fall away, τῆς πίστεως, Winer's Grammar, 427,428 (398)); to keep oneself away from, absent oneself from, οὐκ ἀφίστατο ἀπό (T Tr WH omit ἀπό) τοῦ ἱεροῦ, she was in the temple every day); from anyone's society or fellowship,

Greek Monotonic

ἀφίστημι: μτβ. σε ενεστ. και παρατ., σε μέλ. ἀποστήσω, αόρ. αʹ ἀπέστησα, όπως επίσης σε Μέσ. αόρ. αʹ, Α.
I. 1. τοποθετώ μακριά, απομακρύνω, με αιτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἀφίστημι τινὰ λόγου, εμποδίζω κάποιον να μιλήσει, σε Ευρ.· ἀφίστημι τὴν ἐπιβουλήν, την ματαιώνω, σε Θουκ.· ἀφίστημι τὸν ἄρχοντα, τον εκθρονίζω, σε Ξεν.· ομοίως σε Μέσ. αόρ. αʹ, δόρυ πυλῶν ἀπεστήσασθε, απομακρύνατε τον πόλεμο από τις θύρες μας, σε Ευρ.
2. διεγείρω επανάσταση, κινώ εξέγερση, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. ζυγίζω, σε Ξεν.· Μέσ. αόρ. αʹ, ἀποστήσασθαι χρείος, αποδίδω ή πληρώνω το χρέος χωρίς παραλείψεις, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀποστήσασθαι τὸν χαλκόν, αποδίδω τα χρήματα σε κάποιον, σε Δημ. Β. αμτβ. σε Παθ. όπως επίσης σε Ενεργ. αόρ. βʹ ἀπέστην, προστ. ἀπόστηθι, ἀπόστα, παρακ. ἀφέστηκα, με σημασία ενεστ., συγκεκ. πληθ. ἀφέστᾰμεν, -στᾰτε, -στᾱσι, απαρ. ἀφεστάναι, μτχ. ἀφεστώς, -ῶσα, -ὸς ή -ώς, μέλ. Μέσ. ἀποστήσομαι, αόρ. αʹ ἀπεστάθην [ᾰ]·
1. στέκομαι μακριά ή σε απόσταση από, μένω μακριά από, με γεν., σε Όμηρ., Αττ.· μακρὰν τόποις καὶ χρόνοις ἀφ., σε Διόδ.· ἀφεστάναι φρενῶν, να χάσει κάποιος τα λογικά του, σε Σοφ.· ἀφ.πραγμάτων, αποσύρομαι από τη δράση, σε Δημ. κ.λπ.
2. στον πεζό λόγο, αποχωρίζομαι από κάτι, τινοςή ἀπό τινος, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., επαναστατώ, σε Ηρόδ.
3. ἀφ. τινός τινι, εγκαταλείπω σε κάποιον κάτι, σε Δημ.· απ' όπου, ἀφ. τινι, αποφεύγω αυτόν, σε Ευρ.· με απαρ., αποφεύγω να κάνω κάτι, στον ίδ.
4. απόλ., υποχωρώ, στέκομαι σε απόσταση, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.

Middle Liddell

A. Causal in pres. and imperf., in fut. ἀποστήσω, aor1 ἀπέστησα, as also in aor1 mid.:— to put away, remove, c. acc., Aesch., etc.; ἀφ. τινὰ λόγου to hinder from speech, Eur.; ἀφ. τὴν ἐπιβουλήν to frustrate it, Thuc.; ἀφ. τὸν ἄρχοντα to depose him, Xen.; so in aor1 mid., δόρυ πυλῶν ἀπεστήσασθε removed war from your own gates, Eur.
2. to make to revolt, move to revolt, Hdt., Thuc.
II. to weigh out, Xen.:—aor1 mid., ἀποστήσασθαι χρεῖος to weigh out or pay the debt in full, Il.; ἀποστήσασθαι τὸν χαλκόν to have the money weighed out to one, Dem.
B. intr., in Pass., as also in aor2 act. ἀπέστην, imperat. ἀπόστηθι, ἀπόστα, perf. ἀφέστηκα in pres. sense, syncop. pl. ἀφέσταμεν, -στατε, -στᾶσι, inf. ἀφεστάναι, part. ἀφεστώς, -ῶσα, -ός or -ώς: fut. mid. ἀποστήσομαι: aor1 ἀπεστάθην [α]:— to stand away or aloof from, keep far from, c. gen., Hom., Attic; μακρὰν τόποις καὶ χρόνοις ἀφ. Diod.; ἀφεστάναι φρενῶν to lose one's wits, Soph.; ἀφ. πραγμάτων to withdraw from business, Dem., etc.
2. in Prose, to revolt from, τινος or ἀπό τινος, Hdt., Attic: absol. to revolt, Hdt.
3. ἀφ. τινός τινι to give up a thing to another, Dem.; hence, ἀφ. τινι to make way for him, give way to him, Eur.; c. inf. to shrink from doing, Eur.
4. absol. to stand aloof, Il., Attic

Chinese

原文音譯:¢f⋯sthmi 阿弗-衣士帖米
詞類次數:動詞(15)
原文字根:從-站 相當於: (סוּר‎ / סָר‎ / שׂוּר‎)
字義溯源:除去,起惡感,誤導,引誘,帶走,退後,戒絕,離開,離棄,遺棄,逃避,逃,避;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(ἵστημι)*=站)組成。參讀 (ἀναλύω)同義字
出現次數:總共(15);路(4);徒(6);林後(1);提前(2);提後(1);來(1)
譯字彙編
1) 離(3) 徒12:10; 徒22:29; 林後12:8;
2) 要離(1) 提後2:19;
3) 你要逃(1) 提前6:5;
4) 棄(1) 來3:12;
5) 他⋯引誘(1) 徒5:37;
6) 你們⋯離開(1) 路13:27;
7) 要離棄(1) 提前4:1;
8) 他就離(1) 徒19:9;
9) 就離(1) 路4:13;
10) 就退後了(1) 路8:13;
11) 避(1) 徒5:38;
12) 曾離(1) 徒15:38;
13) 離開(1) 路2:37

Léxico de magia

alejarse συγκάλυπτε τὸ ζῴδιον καὶ ἀποστὰς ἀπ' αὐτοῦ πήχεις ἕξ esconde también la figura y aléjate seis codos de ella P XXXVI 271

Lexicon Thucydideum

avertere, to turn away, divert, 1.93.6,
alienare, to estrange, alienate, 5.45.3,
impellere ad defectionem, to drive to revolt, 1.66.1, 1.81.3, 1.104.1, 2.80.1, 3.31.1, 3.47.2. 3.47.3, 3.70.1,
similiter similarly 3.101.1. 4.81.2. 5.32.3, 6.48.1, 8.6.1, 8.12.2. 8.14.3. 8.17.1. 8.17.2. 8.3.1. 8.19.1. 8.19.4. 8.22.1. 8.22.2. 8.22.28.23.4. 8.32.3. 8.61.1. 8.64.4. 8.80.3. 8.95.7, 8.99.1, 8.100.3.
MED. excedere, to depart from, 7.28.3 (de Atheniensibus Syracusas obsidentibus concerning the Athenians besieging Syracuse),
absistere, to desist from, leave off, 2.47.4, 4.118.9,
nihil recusabunt., they will refuse nothing. 7.7.2,
desciscere, deficere, to revolt, 1.18.2, 1.18.3. 1.38.1, 1.40.4, 1.40.5. 1.56.2. 1.57.6. 1.58.1. 1.59.1. 1.60.1, 1.60.3. 1.61.1. Ibid. in the same place 1.62.2 (de Perdicca concerning Perdiccas), 1.75.4. 1.89.2, 1.98.4. 1.99.2, 1.62.3. 1.100.2, 1.103.4. 1.114.1,
Ibid. in the same place
Ibid. in the same place 1.115.5. 2.3.2, 2.65.12. 3.2.1, 3.9.1, 3.9.2. 3.9.23.13.1. 3.13.13.13.6. 3.7.1. 3.39.2. 3.39.23.39.3. 3.7.1, 3.7.13.40.4. 3.40.8. 3.44.4. 3.45.2. 3.46.1. 3.46.2. 3.5.1, 3.5.6. 3.5.63.55.3, 3.103.1, 4.1.1, 4.76.5. 4.79.2. 4.79.24.88.1,
item likewise 4.103.4. 4.108.2. 4.108.3. 4.120.1, 4.88.2. 4.122.3. 4.122.5. 4.6.1. 123. 5.14.2. 5.14.4, 5.29.2. 5.30.1. 5.30.2. 5.31.5. 5.31.55.38.3. 5.48.3, 5.57.1. 5.64.1. 5.64.15.80.2. 5.82.1, 5.96.1. 6.10.5, [quod vulgo abest which is commonly absent] Ibid. in the same place 6.82.4. 6.88.4. 7.58.3, 8.1.2. 8.2.2, 8.4.1, 8.5.2. 8.4.1. 8.5.1. 8.12.1. 8.14.2, 8.14.3. 8.17.4. 8.18.3, 8.18.38.28.3. 8.32.1. 8.35.1, [Vat. Vatican manuscript ἀφεστήκει] [vulgo commonly ἀπὸ] τισσαφέρνους, suadente Tissapherne., at the urging of Tissaphernes. 8.44.2. 8.45.5. 8.48.5. 8.62.1, 8.76.3, 8.80.2. 8.90.1, 8.96.2. 8.100.3. 8.107.1.
profugere, to flee, run away, 1.101.2, 1.139.2, 3.54.5.