(or κείομεν), Ep. for κήωμεν,
A v. καίω.
κήομεν: Ἐπικ. ὑποτ. ἀορ. ἀντὶ κήωμεν, ἴδε ἐν λέξ. καίω.
1ᵉ pl. épq. (p. κήωμεν) sbj. ao. de καίω.