κήομεν

From LSJ

Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήομεν Medium diacritics: κήομεν Low diacritics: κήομεν Capitals: ΚΗΟΜΕΝ
Transliteration A: kḗomen Transliteration B: kēomen Transliteration C: kiomen Beta Code: kh/omen

English (LSJ)

(or κείομεν), Ep. for κήωμεν, v. καίω.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. épq. (p. κήωμεν) sbj. ao. de καίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κήομεν ep. conj. aor. van κάω.

Russian (Dvoretsky)

κήομεν: эп. (= κήωμεν) 1 л. pl. conjct. к καίω.

Greek (Liddell-Scott)

κήομεν: Ἐπικ. ὑποτ. ἀορ. ἀντὶ κήωμεν, ἴδε ἐν λέξ. καίω.

English (Autenrieth)

see καίω.
see κατακαίω.

Greek Monotonic

κήομεν: Επικ. αντί κήωμεν, αʹ πληθ. αορ. αʹ υποτ. του καίω.