ές,
A having suffered wretchedly, A.Th.961 (lyr.).
[Seite 121] ές, Unglückliches erleidend, Aesch. Spt. 945.
μελεοπᾰθής: -ές, ὁ πολλὰ δυστηχήματα παθών, Αἰσχύλ. Θήβ. 964.
ής, ές :infortuné.Étymologie: μέλεος, πάθος.