εως, ἡ,
A praise, LXXPs.72(73).28 (pl.), al., Ep.Heb.13.15.
αἴνεσις: -εως, ἡ, (αἰνέω) = ὕμνησις, Ἑβδ., Κ. Δ. - παρὰ Φίλωνι 2. 245, αἴνησις.
εως (ἡ) :louange.Étymologie: αἰνέω.