ές,
A of Egyptian race, A.Pers.35.
Αἰγυπτογενής: ἐς, ἐξ Αἰγυπτιακοῦ γένους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 35.
ής, ές :né en Égypte.Étymologie: Αἴγυπτος, γίγνομαι.