Αἰγυπτογενής

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Αἰγυπτογενής Medium diacritics: Αἰγυπτογενής Low diacritics: Αιγυπτογενής Capitals: ΑΙΓΥΠΤΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Aigyptogenḗs Transliteration B: Aigyptogenēs Transliteration C: Aigyptogenis Beta Code: *ai)guptogenh/s

English (LSJ)

Αἰγυπτογενές, of Egyptian race, A.Pers.35.

Spanish (DGE)

-ές
de raza egipcia A.Pers.35
ref. a las Danaides, A.Supp.30, 1053.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né en Égypte.
Étymologie: Αἴγυπτος, γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

Αἰγυπτογενής: Αἴγυπτος I] рожденный Эгиптом, по друг. Αἴγυπτος II] родом из Египта Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

Αἰγυπτογενής: ἐς, ἐξ Αἰγυπτιακοῦ γένους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 35.

Greek Monotonic

Αἰγυπτογενής: ές (γένος), αυτός που ανήκει στην Αιγυπτιακή γενιά, οικογένεια, καταγωγή, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

γένος
of Egyptian race, Aesch.