αἰσχυντικός
English (LSJ)
ή, όν,
A provocative of shame, Arist.Rh.1384a9.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχυντικός: -ή, -όν, = αἰσχυντηλός, Ἀριστ. Ρητ. 26, 12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui cause de la honte.
Étymologie: αἰσχύνω.
ή, όν,
A provocative of shame, Arist.Rh.1384a9.
αἰσχυντικός: -ή, -όν, = αἰσχυντηλός, Ἀριστ. Ρητ. 26, 12.
ή, όν :
qui cause de la honte.
Étymologie: αἰσχύνω.