ἡ,
A simplicity of style, freedom from mannerisms, v.l. in Plu.Lyc.21.
ἀζηλία: ἡ, ἔλλειψις ζηλοτυπίας, Κλήμ. Ἀλ. 171. ΙΙ. ἁπλότης, Πλουτ. Λυκοῦρ. 21.
ας (ἡ) :simplicité.Étymologie: ἄζηλος.