αἰθεροδρόμος
English (LSJ)
ον,
A ether-skimming, οἰωνοί Cines. ap. Ar.Av. 1393; ὧραι IG12(5).891 (Tenos, perh. by Aratus), cf. 9(1).881.7 (Corcyra).
Greek (Liddell-Scott)
αἰθεροδρόμος: -ον, ὁ τὸν ἀέρα διατρέχων, Κινησίας παρ’ Ἀριστοφ. Ὄρ. 1393, Ἀνθ. Πλαν. 384, Συλλ. Ἐπιγρ. 1907.