ἀκατάγνωστος
English (LSJ)
ον,
A not to be condemned, LXX 2 Ma.4.47, Ep.Tit. 2.8, CIG1971 (Thessalonica), IG14.2139; σύμβιος Keil-Premerstein Zweiter Bericht 225 (iii A. D.). Adv. -τως unexceptionably, λογιστεύσας IG5(2).152 (Tegea, iii A. D.), cf. POxy.140.15 (vi A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάγνωστος: -ον, ὃν δὲν πρέπει νὰ καταδικάσῃ τις, Μακκαβ. Β΄, δ΄, 47, Ἐπιστ. πρὸς Τίτ. β΄, 8, Συλλ. Ἐπιγρ. 1971b. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 728. - Ἐπίρρ. -τως, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non condamné, acquitté;
2 non condamnable.
Étymologie: ἀ, καταγιγνώσκω.