ἡ,
A due apportionment, αἰσιμίαις πλούτου A.Eu.996.
αἰσιμία: ἡ, εὐτυχία, αἰσιμίαις πλούτου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 996.
ας (ἡ) :avantage, jouissance.Étymologie: αἴσιμος.