τό, Dim. of sq., Aesop.413.
[Seite 75] τό, kleiner Ambos, Aesop. 284.
ἀκμόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Αἴσωπ.
ου (τό) :petite enclume.Étymologie: ἄκμων².