ἀκμόνιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of ἄκμων, Aesop. 413.
German (Pape)
[Seite 75] τό, kleiner Ambos, Aesop. 284.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite enclume.
Étymologie: ἄκμων².
Russian (Dvoretsky)
ἀκμόνιον: τό наковаленка Aesop.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκμόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Αἴσωπ.
Greek Monolingual
ἀκμόνιον, το (Α)
υποκοριστικό του άκμων.
Greek Monotonic
ἀκμόνιον: τό, υποκορ. του επόμ., σε Αίσωπ.
Middle Liddell
[Dim. of ἄκμων, Aesop.]