ἡ,
A discharge of blood, bloody flux, Hp.Coac.292, 301; αἱ. ἐκ ῥινῶν v.l. Id.Aër. 4.
αἱμόρροια: ἡ, ῥοή, ἔκκρισις αἵματος, Ἱππ. 167Α., 168Β, κτλ.· αἷμ’ ἐκ ῥινέων, ὁ αὐτ. Ἀέρ. 282.
ας (ἡ) :flux de sang, hémorrhagie.Étymologie: αἱμόρροος.