αἱμόρροος

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμόρροος Medium diacritics: αἱμόρροος Low diacritics: αιμόρροος Capitals: ΑΙΜΟΡΡΟΟΣ
Transliteration A: haimórroos Transliteration B: haimorroos Transliteration C: aimorroos Beta Code: ai(mo/rroos

English (LSJ)

αἱμόρροον, contr. αἱμόρρους, αἱμόρρουν,
A flowing with blood, τρώματα Hp.Art.69; αἱμόρροοι φλέβες veins so large as to cause a haemorrhage if wounded, Id.Fract. 11, ubiv.Gal.
2 suffering from haemorrhoids, Hp.Epid.4.7.
II as substantive, a serpent, whose bite makes blood flow from all parts of the body, Philum.Ven.21, Nic.Th.282; cf. αἱμορροΐς III.

Spanish (DGE)

αἱμόρροον
• Alolema(s): át. contr. αἱμόρρους, αἱμόρρουν; αἱμόροος Nic.Th.318
I por el que fluye la sangre τρώματα Hp.Art.69, φλέψ Hp.Aff.29bis, Fract.11, Alcmaeo A 18, αἱ. ... φλέβας ὀνομάζει τὰς μεγάλας Gal.18(2).459
fig. σταφύλης εὖ λακτισμένης αἱμορρόῳ pasaje corrompido, Hes.Fr.381.
II subst.
1 (οἱ) αἱμόρροοι = derrames de sangre, hemorragias Hp.Epid.4.7.
2 zool. cierta serpiente, hemorroo δάκος αἱ. Nic.Th.282, cf. 318, 321, Philum.Ven.21 tít., Ael.Prom.45.20, 55.15, Ael.NA 15.13.

French (Bailly abrégé)

οος, αἱμόρροον;
att. αἱμόρρους, αἱμόρρους, αἱμόρρουν;
qui cause un flux de sang ; ὁ αἱμόρρους serpent d'Afrique dont la morsure cause des hémorragies.
Étymologie: αἷμα, ῥέω.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμόρροος: αἱμόρροον, συνῃρ. αἱμόρρους, αἱμόρρουν, ἐξ οὗ ῥέει αἷμα, τρώματα, Ἱππ. Ἄρθρ. 831· αἱμ. φλέβες = φλέβες τόσον μεγάλαι, ὥστε νὰ ὑπόκεινται εἰς αἱμορραγίαν τραυματιζόμεναι, ὁ αὐτ. Ἀγμ. 759, ἔνθα ἴδε Γαληνόν· ὁ ὑποφέρων ἐξ αἱμορραγίας, ὁ αὐτ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ὄφις τοῦ ὁποίου τὸ δῆγμα ἐνεργεῖ, ὥστε τὸ αἷμα νὰ ῥέῃ ἐκ πάντων τῶν μερῶν τοῦ σώματος, Διοσκ. ἰοβόλ. 30. Νικ. Θ. 282· πρβλ. αἱμορροΐς, ΙΙΙ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱμόρροος, αἱμόρροον, contr. αἱμόρρους, αἱμόρρουν αἷμα, ῥέω met stromend bloed, bloedend; ook van zeer grote bloedvaten waar veel bloed doorheen stroomt; pregn. die last heeft van bloeduitstortingen. Hp. Epid. 4.7.

German (Pape)

-ρους,
1 blutfließend, Medic.
2 eine giftige Schlange, Nic. Th. 282 ff.; Ael. H.A. 15.13, 18.