ον,
A irrefragable, λόγος Ar.Nu.1229. II not to be thrown down, πύργοι Sch.E.Hec.1.
ἀκατάβλητος: -ον, ὁ μὴ καταβαλλόμενος, λόγος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1229.
ος, ον :qu’on ne peut abattre ou réfuter.Étymologie: ἀ, καταβάλλω.