ὁ,
A salted cheese, v.l. in AP9.412 (Phld.).
[Seite 99] ὁ, Salzkäse, Philodem. 30 (IX, 412).
ἁλίτῡρος: ὁ, εἶδος τυροῦ ἁλμυροῦ, Ἀνθ. Π. 9. 412.
ου (ὁ) :fromage salé.Étymologie: ἅλς², τυρός.