ἀμετάβολος

Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον, = foreg., Plu.Mar.42.    2 Music, without modulation, σύστημα Aristid.Quint.1.8, Bacch.Harm.74; ἁρμονία Plu.2.437d ἀμετά-γνωστος, ον, unalterable, implacable, μῖσος J.AJ16.10.1.    2 not to be repented of, ἡδονή Max.Tyr.1.4.

German (Pape)

[Seite 122] dasselbe, Sp., wie D. Hal. 1, 83.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάβολος: -ον, = τῷ προηγ., Φιλόλαος παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. Ι. 420, Διον. Ἁλ. 1. 83: - Ἐπίρρ. -λως Ἐκκλ. ἐν τῇ μουσικῇ = ἄνευ μεταβολῆς τῆς βάσεως, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. π. Μουσ. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἀμετάβλητος.