ἀμφίτομος

Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

German (Pape)

[Seite 145] zweischneidig, βέλεμνον Aesch. Ag. 1475; λόγχαι Eur. Hipp. 1375; ξίφος El. 164. Ebenso sp. D., z. B. Ap. Rh. 1, 168 πέλεκυς.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίτομος: -ον, ὁ ἑκατέρωθεν τέμνων, δίστομος, βέλεμνον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1496· λόγχαι, ξίφη Εὐρ. Ἱππ. 1375, Ἠλ. 164· ἐν τῷ Θησ. Στ. γράφεται παροξυτόνως ἀμφιτόμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux tranchants.
Étymologie: ἀμφί, τέμνω.