εὐφιλής
English (LSJ)
ές,
A well-loved, χείρ A.Ag.34. II Act., loving well, ποίμνης τοιαύτης οὔτις εὐ. θεῶν Id.Eu.197.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφῐλής: -ές, ὁ λίαν φιλούμενος, εὐφιλῆ χέρα Αἰσχυλ. Ἀγ. 34. ΙΙ. ἐνεργ., λίαν φιλῶν, ποίμνης τοιαύτης οὔτις εὐφιλής θεὸς ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 197.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui aime beaucoup;
2 bien-aimé.
Étymologie: εὖ, φιλέω.