ιγγος, ὁ, ἡ,
A ruling the lyre, ἀναξιφόρμιγγες ὕμνοι Pi. O.2.1.
ιγγος (ὁ, ἡ)roi de la lyre ; LSJ dirigé par la lyre.Étymologie: ἄναξ, φόρμιγξ.