poet. for ἀνοίγω, Il.24.455.
[Seite 200] p. – ἀνοίγω, Il. 24, 455.
ἀναοίγω: μέλλ. -ξω, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀνοίγω, τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον ... κληῖδα θυράων Ἰλ. Ω. 455.
c. ἀνοίγω.