ἀνοίγω
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
Middle Liddell
I. to open doors, etc., ἀναοίγεσκον κληῖδα they tried to put back the bolt so as to open the door, Il.; πύλας, θύραν ἀν., Aesch., Ar.
2. to undo, open, πῶμ' ἀνέωιγε took off the cover and opened it, Il.; metaph., ἀνοίξαντι κληῖδα φρενῶν Eur.; ἀν. οἶνον to tap it, Theocr.
3. to lay open, unfold, disclose, Soph.
4. as nautical term, absol. to get into the open sea, get clear of land, Xen.
II. Pass. to be open, stand open, of doors, Hdt., Plat.; κόλποι δ' ἀλλήλων ἀνοιγόμενοι opening one into another, Plut.
Spanish (DGE)
• Morfología: [act., impf. ép. y jón. ἀνέῳγον Il.16.221, ἀνῷγον Il.14.168, ἀναοίγεσκον Il.24.455, át. ἤνοιγον X.HG 1.1.2; fut. át. ἀνοίξω Ar.Pax 179; aor. ind. át. ἀνέῳξα Ar.V.768, ἤνοιξα X.HG 1.5.13, jón. ἄνοιξα Hdt.1.68, poét. ἀνῷξα Theoc.14.15, tard. ἠνέῳξα LXX Ge.8.6, inf. ἀνωΐξαι Q.S.12.531, ἀνῦξε CGIH 17.5 (Corinto IV d.C.), Beth She'arim 129, κἀν(ῶ)ιξε Phld.Acad.Ind.p.103 (cj.); perf. át. ἀνέῳγα Din.Fr.82, ἀνέῳχα D.42.30, tard. ἠνέῳχα PMag.4.2261 (ap. crít.); v. med. fut. tard. ἀνοιγήσομαι LXX 2Es.17.3; fut. perf. ἀνεῴξομαι X.HG 5.1.14; perf. ἀνέῳγμαι E.Hipp.56, ἀνῷγμαι Theoc.14.47, tard. ἤνοιγμαι I.Ap.2.120, ἀνηνέῳκται PMonac.13.30 (VI d.C.); plusperf. ἀνέῳκτο X.HG 5.1.14; v. pas. aor. ἀνεῴχθην E.Io 1563, tard. ἠνοίχθην Paus.2.35.7, ἠνεῴχθην LXX Ge.7.11, ἀνωίχθην Nonn.D.7.317, ἠνοίγην Eu.Marc.7.35]
I tr.
1 abrir c. ac. de aquello que se separa πῶμα Il.16.221, ἐπιθήματα Il.24.228, θύρας Od.10.389, πύλας A.A.604, θύραν Ar.V.768, cf. LXX Ge.8.6, Q.S.12.331, σήμαντρα X.Lac.6.4, σημεῖα D.42.30
•tb. abs. ἀνοίγετε abrid la puerta S.Ai.344, ἐπειδὴ αὐτῷ ἀνέῳξέ τις cuando alguien le abrió Pl.Prt.310b, ἀνοίξας tras abrir la puerta Pl.Prt.314d, cf. Ar.Pax 179, de los profanadores de tumbas τολμῶν ἀνῦξε ἐφ' [ἡ] μᾶς Beth She'arim l.c., cf. CGIH l.c.
•c. compl. de la llave κληίδα Il.14.168, 24.455, cf. PMag.l.c., fig. κλῇδα φρενῶν E.Med.661
•c. compl. de la cosa abierta αὐτήν (σορόν) Hdt.1.68, θήκας Hdt.1.187, βίβλινον Theoc.l.c., τοὺς ὀφθαλμούς Eu.Matt.9.30, στόμα Eu.Matt.17.27, διαθήκην Plu.Caes.68, μείζονα ποιεῖς τὴν ἡδονὴν ἀνοίγων τὰ φιλήματα haces más grande el placer besando con la boca abierta Ach.Tat.2.37.8
•fig. σαυτόν Democr.B 149.
2 de lugares públicos abrir, poner o mantener en servicio γυμνάσιον OGI 529.11, σχολάς Phld.l.c., ἐργαστήριον Astramps.Orac.43
•de lugares en gener. abrir, inaugurar ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον Pi.P.5.88.
3 de palabras y acciones revelar ὄνομα A.Supp.322, ἔργ' ἀναιδῆ S.OC 515, πρᾶγμα E.Io 1563, ἀνοίξας ἃ σὺ κἀκ' εἰργάσω E.IA 326, ἀτυχίαν Men.Fr.638.
II intr.
1 en v. med.-pas. abrirse δικαστήρια ... ἀνοίγεται Pl.R.405a, ἀνέῳκται τὸ δεσμωτήριον D.24.208, κόλπους δι' ἀλλήλων ἀνοιγομένους Plu.Crass.4, ἠνεῴχθησαν οἱ οὐρανοί Eu.Matt.3.16, αὐτόματοι ... ἀνωίχθησαν ὀχῆες Nonn.l.c.
•abrirse la puerta Λύκῳ καὶ νυκτὸς ἀνῷκται Theoc.14.47.
2 en v. act. de naves estar en alta mar X.HG 1.1.2, 1.5.13, 6.21.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀνέῳγον, f. ἀνοίξω, ao. ἀνέῳξα, pf. ἀνέῳχα;
pf.2 au sens intr. ἀνέῳγα, pqp. au sens intr. ἀνεῴγειν;
Pass. impf. ἀνεῳγόμην ; f. Moy. au sens Pass. ἀνοίξομαι, f. réc. ἀνοιχθήσομαι ; ao. ἀνεῴχθην > inf. ἀνοιχθῆναι ; pf. ἀνέῳγμαι, pqp. ἀνεῴγμην, f.ant. ἀνεῴξομαι;
1 ouvrir : πύλας les portes ; κληΐδα IL retirer le verrou d'une porte qu'on ouvre ; πῶμα IL découvrir (un vase en ôtant) le couvercle ; t. de mar. se mettre au clair en parl. de marins qui font leurs préparatifs de départ ou de combat;
2 fig. découvrir, révéler, déclarer.
Étymologie: ἀνά, οἴγω.
German (Pape)
und ἀνοίγω, Hom. Il. 24.455 ἀναοίγεσκον, fut. ἀνοίξω, impf. ἀνέῳγον, Hom. Il. 14.168 ἀνῷγεν, aor. ἀνέῳξα Plat. Prot. 310b, ion. ἀνῷξα Her. 1.68, inf. ἀνοῖξαι Aesch. Ag. 590, ἤνοιξα nur Sp., perf. I. ἀνέῳχα Dem. 42.30, ἀνεῳγμένη θύρα Plat. Symp. 174d, ἀνῷκται πάντα Theocr. 14.47, aor. pass. ἀνεῴχθην, ἀνοιχθείην Plat. Phaed. 59b, ἠνοίγην nur Sp., ἀνοιγήσομαι NT Matth. 7.7, ἠνεῴχθησαν 3.16;
öffnen, was verschlossen ist, das Verschließende wegnehmen, bei Hom. nur in letzterer Bdtg: κληῖδα ἀναοίγεσκον Il. 24.455, vgl. 14.168 κληῖδι κρυπτῇ· τὴν δ' οὐ θεὸς ἄλλος ἀνῷγεν; 16.221 χηλοῦ δ' ἀπὸ πῶμ' ἀνέῳγεν, vgl. 24.228, Od. 10.389; πύλας Aesch. Ag. 590; Her. 3.117; Dem. 59.99; θήκας παλαιάς Her. 3.37; σόρον 1.68; κιβωτόν Lys. 12.10; πίθον, ein Faß anbohren, wie οἶνον, Theocr. 14.15; σημεῖα Dem. 42.30, das Siegel lösen, wie Xen. Lac. 6.4; διαθήκην, ein Testament öffnen, Plut. Caes. 68; dah. absolut, ἄνοιγε, mach' auf ! Übtr., von Seefahrern, die hohe See gewinnen, sc. θάλατταν, ὡς ἤνοιγε, ἤνοιξε, Xen. Hell. 1.1.2, 1.5.13; vgl. Pind. ἀνοίγων νηυσὶν κέλευθον P. 5.38. im Gegensatz von κατακαλύπτειν, ἀνοίγειν λανθάνουσαν ἀτυχίαν Men. Stob. fl. 112.2. – Perf. II. ἀνέῳγα, offen stehen, Att., obwohl Phryn. ἀνέῳκται ἡ θύρα dem ἀνέῳγε vorzieht, wohl weil letztes auch im Pf sein kann.
English (Thayer)
(ἀνά, οἴγω i. e. ὀιγνυμι); future ἀνοίξω; 1st aorist ἤνοιξα and (ἀνέῳξα (an earlier form) (and ἠνεωξα WH in Tr (when corrected), but without the iota subscript; see Iota); 2perfect ἀνέῳγα (to be or stand open; cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii., p. 250f; (Rutherford, New Phryn., p. 247; Veitch, under the word); the Attic writers give this force mostly to the perfect passive); passive (present ἀνοίγομαι L Tr text WH marginal reading; Tr marginal reading WH marginal reading); perfect participle ἀνεῳγμένος and ἠνεῳγμένος (ἠνοιγμενος Tdf.); 1st aorist ἀνεῴχθην, ἠνεωχθην, and ἠνοιχθην, infinitive ἀνεῳχθῆναι (with double augment ἠνοιγην (the usual later form); 1future ἀνοιχθήσομαι (Tdf., 10 L T); 2future ἀνοιγήσομαι; (on these forms, in the use of which both manuscripts and editions differ much, cf. (Tdf. Proleg., p. 121 f); WH s Appendix, pp. 161,170; Alexander Buttmann (1873) Gram., p. 280 (21st German edition); Alexander Buttmann (1873) N.T. Gr. 63 (55); Winer's Grammar, 72 (70) and 83 (79); (Veitch, under the word)); to open: a door, a gate, θύρα. simply ἀνοίγειν τίνι to open (the door (Buttmann, 145 (127))) to one; properly: τούς θησαυρούς, Euripides, Ion 923); τά μνημεῖα, τάφος, τό θρεαρ, R G; ὁ ναός ... ὁ ἐν τῷ οὐρανῷ); ( ἀνοίξας τό στόμα: of a fish's mouth, Winer's Grammar, 33 (32), 608 (565)), εἰς βλασφημίαν (βλασφημίας Tr WH), ἐν παραβολαῖς, i. e. to make use of (A. V. in), ἐν ἐπεσι Lucian, Philops. § 33); πρός τινα, τό στόμα ἡμῶν ἀνέῳγε πρός ὑμᾶς our mouth is open toward you, i. e. we speak freely to you, we keep nothing back); the mouth of one is said to be opened who recovers the power of speech, ἠνοίγησαν ... ἀκοαί (τίνος), i. e. to restore the faculty of hearing, L T Tr WH). Ἀνοιγαν τούς ὀφθαλμούς (Winer's Grammar, 33 (32)), to part the eyelids so as to see, τίνος, to restore one's sight, ἀνοίγω τήν σφραγῖδα, to unseal, ἀνοιγαν τό βιβλίον, βιβλαρίδιον, to unroll, L Tr WH; διανοίγω.)
English (Autenrieth)
ipf. ἀνέῳγε, ἀνῷγε, iter. ἀναοίγεσκον, aor. ἀνέῳξε: open; θύρᾶς, κληῖδα, ‘shove back;’ ἀπὸ χηλοῦ πῶμα, ‘raise,’ Il. 16.221.
English (Slater)
ἀνοίγω open, cleave, break open τοὺς Ἀριστοτέλης ἄγαγε ναυσὶ θοαῖς ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον ἀνοίγων (P. 5.88) ἀλλά μιν Κρόνου παῖ[δες] κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενο[ι] ἔκρυψαν (Pae. 8.73) ἀνοῖξαι πίθον ὕμνων ?fr. 354.
English (Strong)
from ἀνά and oigo (to open); to open up (literally or figuratively, in various applications): open.
Greek Monolingual
(AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι)
1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα
2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ
3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος
4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα
5. δημιουργώ, ιδρύω, συνιστώ
6. μεσ. ταξιδεύω στο ανοιχτό πέλαγος
νεοελλ.
Ι. ενεργ.
1. σκάβω τη γη για να κάνω αυλάκι ή θεμέλια
2. διανοίγω, σχίζω
3. αρχίζω, κάνω έναρξη, ξεκινώ κάτι
4. (για καταστάσεις) προξενώ, δημιουργώ, βγάζω στη μέση
5. επιμηκύνω, πλαταίνω, φαρδαίνω
6. (για χρώματα ή χρωματισμούς) κάνω πιο φωτεινό, ανοιχτόχρωμο
7. (για πολυπληθείς συγκεντρώσεις) κάνω εύκολη τη διάβαση, δημιουργώ πέρασμα σπρώχνοντας τον κόσμο
8. παύω να είμαι κλειστός
9. βλαστάνω, ανθίζω
10. γίνομαι αίθριος, φωτεινός
11. γεννιέμαι δημιουργούμαι
II. μέσ.
1. επεκτείνω, μεγαλώνω τις επιχειρήσεις μου
2. αποτολμώ, διακινδυνεύω, ξανοίγομαι
3. ξοδεύω υπέρμετρα ξεπερνώντας τις δυνατότητες μου
4. (ειδ. φρ.) «ανοίγει η γη και με καταπίνει» — βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση, απελπίζομαι
«ανοίγει η καρδιά μου» — ανακουφίζομαι, χαίρομαι
«ανοίγει η μέση μου (ή τά νεφρά μου)»
α) κουράζομαι υπερβολικά
β) τρομάζω πολύ
«ανοίγει η μύτη μου» — αιμορραγεί
«ανοίγει η τύχη μου» — γίνομαι τυχερός, πλουτίζω
«ανοίγουμε πηγαδάκι» — φλυαρούμε πολλή ώρα
«ανοίγω κουβέντα» — κάνω λόγο, ανακοινώνω, «ανοίγουν τα μάτια μου» — διαφωτίζομαι
«δεν άνοιξε μύτη (ή ρουθούνι)» — δεν έγινε ο παραμικρός τραυματισμός, τίποτε σοβαρό
«ανοίγω (νέους) δρόμους (ή ορίζοντες)» — πρωτοπορώ, δημιουργώ νέες προοπτικές
«δεν ανοίγω βιβλίο» — δεν μελετώ καθόλου
«ανοίγω νοικοκυριό (ή σπιτικό)» — δημιουργώ δική μου οικογένεια
«ανοίγω πληγές (ή παλιούς καημούς)» — φέρνω στη θύμηση κάποιου δυσάρεστες μνήμες
«ανοίγω πυρ» — αρχίζω να πυροβολώ
«ανοίγω σπίτι, μαγαζί...» κλέβω σπίτι, μαγαζί κ.λπ. «ανοίγω τα αφτιά μου» — ακούω με μεγάλη προσοχή
«ανοίγω τα μάτια κάποιου» — κάνω κάποιον να μάθει κάτι, τον διαφωτίζω
«ανοίγω τα μάτια μου» — ξυπνώ
«ανοίγω τα πανιά» αποπλέω
«ανοίγω τα στραβά μου» — προσέχω, δίνω προσοχή σε κάτι
«ανοίγω την αγκαλιά μου (σε κάποιον)» — υποδέχομαι κάποιον θερμά, τον καλοδέχομαι
«ανοίγω την καρδιά μου» — εκμυστηρεύομαι, εξομολογούμαι
«ανοίγω τη σημαία» — ξεδιπλώνω τη σημαία
«ανοίγω το βήμα» — επιταχύνω, βιάζομαι
«ανοίγω το πορτοφόλι (μου)» — δαπανώ, μπαίνω σε έξοδα
«ανοίγω το σπίτι μου» — ετοιμάζω το σπίτι μου για να υποδεχθώ κόσμο
«ανοίγω το στόμα μου» — κάνω αποκαλύψεις, φέρνω στο φως κάτι κρυφό και κακό
«ανοίγω τον λάκκο κάποιου» — επιβουλεύομαι κάποιον
«άνοιξε το κεφάλι (μου)» (αμτβ.)
έσπασε το κεφάλι (μου)
«άνοιξαν τον τάφο του τάδε (ή τον τάδε)» — έκαναν ανακομιδή των οστών του τάδε
«ανοίγω τον δρόμο» — προετοιμάζω, προλειαίνω το έδαφος
«ανοίγει πληγή» (αμτβ.)
γίνεται πληγή, τραύμα
αρχ.
αποκαλύπτω, κάνω κάτι γνωστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α-) + οίγω, οίγνυμι. Ο τ. με την πρόθεση αν(α)- είναι ο πιο εύχρηστος, όπως μαρτυρούν οι παραδεδομένοι τύποι, και η πρόθεση συνδέθηκε τόσο στενά με το κύριο ρήμα, ώστε να γίνεται αισθητό ως απλό και όχι ως σύνθετο, πράγμα που φαίνεται καθαρά από τη θέση της αύξησης και του αναδιπλασιασμού (πρβλ. ήνοιγον, ήνοιξα, ηνοίχθην, ηνοίγην, ηνέωξα, ηνέωγμαι, ηνέωχα) καθώς επίσης και από τη σύνθεση με άλλες προθέσεις, ενώ υπήρχε ήδη η ανα- (πρβλ. παρ-ανοίγνυμι, συνα-ανοίγνυμι, σννα-ανοίγω, υπ-ανοίγω), βλ. επίσης οίγω, οίγνυμι.
ΠΑΡ. άνοιγμα, άνοιξη (-ις), ανοικτός
αρχ.
ανοιγή
μσν.
ανοιγευς
μσν.- νεοελλ.
ανοικτήριον (-χτήρι), ανοιγμός.
ΣΥΝΘ. αρχ. παρανοίγνυμι, υπανοίγνυμι, συνανοίγω, υπανοίγω
νεοελλ.
ανοιγοκλείνω, ανοιγοσφαλώ].
Mantoulidis Etymological
καί ἀνοίγνυμι Ἀπό τό ἀνά + οἴγω. (Τό ρῆμα δέχεται χρονική καί συλλαβική αὔξηση ἐξαιτίας τοῦ ϝ πού εἶναι στήν ἀρχή: παρατ. ἀνέῳγον ἀπό ἀνήϝοιγον, ἀόρ. ἀνέῳξα ἀπό ἀνήϝοιξα). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄνοιγμα, ἄνοιξις, ἀνοιγή (=ἄνοιγμα), ἀνοιγεύς, ἀνοικτήριον (=κλειδί), ἀνοίκτης, ἀνοικτικός, ἀνοικτός, ἀνοικτέον.
Léxico de magia
abrir los ojos, al recitar una fórmula θεαγωγὸς λόγος γʹ λεγόμενος ἀνεωγότων σου τῶν ὀφθαλμῶν fórmula para atraer a la divinidad que se recita tres veces con los ojos abiertos P IV 986
Chinese
原文音譯:¢no⋯gw 安-哀哥
詞類次數:動詞(77)
原文字根:向上-開
字義溯源:揭開,敞開,開,展開,掙開,張開,開門;由(ἀνά)*=上)與(ὀθόνιον)X*=打開)組成。這字在啓示錄就用了27次。主給非拉鐵非教會一個敞開的門( 啓3:8),而對老底嘉教會,主卻是站在門外叩門,等待他們開門( 啓3:20)。封閉書卷的七印要被揭開( 啓5:5:5);白色大寶座前,生命冊要展開( 啓20:12)。地要開口吞滅逼迫神兒女的軍兵( 啓12:16);無底坑也要為邪惡的勢力而開( 啓9:2)。然而神天上的殿要為忠心的人而開( 啓11:19);並且天上存法櫃的殿也開了( 啓15:5);最後,當審判的主和天上的眾軍來時,天也開了( 啓19:11)
出現次數:總共(77);太(11);路(6);約(11);徒(17);羅(1);林前(1);林後(2);西(1);啓(27)
譯字彙編:
1) 開了(21) 太3:16; 太9:30; 太17:27; 太27:52; 路1:64; 路3:21; 約1:51; 約9:21; 約9:32; 徒5:19; 徒7:56; 徒10:11; 徒12:10; 徒16:26; 林前16:9; 林後2:12; 啓3:7; 啓11:19; 啓12:16; 啓15:5; 啓19:11;
2) 開(9) 約9:14; 約10:21; 徒8:35; 徒10:34; 徒12:14; 徒18:14; 徒26:18; 西4:3; 啓3:20;
3) 揭開(8) 太2:11; 啓5:9; 啓6:1; 啓6:3; 啓6:5; 啓6:7; 啓6:9; 啓6:12;
4) 開門(5) 太25:11; 路11:9; 路12:36; 路13:25; 約10:3;
5) 展開(4) 啓5:2; 啓5:3; 啓5:4; 啓10:8;
6) 他⋯開了(3) 約9:26; 約9:30; 徒14:27;
7) 敞開的(2) 羅3:13; 啓3:8;
8) 掙開(2) 徒9:8; 徒9:40;
9) 展開了(2) 啓20:12; 啓20:12;
10) 他開了(2) 約9:17; 啓9:2;
11) 他⋯開(2) 太5:2; 徒8:32;
12) 他揭開(1) 啓8:1;
13) 能展開(1) 啓5:5;
14) 牠⋯開(1) 啓13:6;
15) 是⋯開的(1) 約9:10;
16) 將⋯開門(1) 太7:7;
17) 是展開的(1) 啓10:2;
18) 都開了(1) 徒16:27;
19) 就必給開門(1) 路11:10;
20) 能張開(1) 太20:33;
21) 我要開(1) 太13:35;
22) 就給他開門(1) 太7:8;
23) 既開了(1) 約11:37;
24) 開了門(1) 徒5:23;
25) 能開的(1) 啓3:7;
26) 是張開的(1) 林後6:11;
27) 他們開了門(1) 徒12:16;
28) 開著(1) 啓4:1