ἀνεπαίσχυντος
English (LSJ)
ον,
A having no cause for shame, 2 Ep.Ti.2.15; μηδὲ -τον ἡγοῦ J.AJ 18.7.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπαίσχυντος: -ον, ὁ μὴ ἔχω αἰτίαν ἐφ’ ᾗ νὰ αἰσχύνηται, Ἐπιστ. π. Τιμ. Β΄, β΄, 15. ΙΙ. ἀναίσχυντος, - ἐπίρρ. -τως, ἀναισχύντως, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
irrépréhensible, qui n’a pas à rougir.
Étymologie: ἀ, ἐπαισχύνομαι.